του Δημήτρη Τριανταφυλλίδη
Εδώ και 41 ολόκληρα χρόνια, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, είτε αυτή αφορούσε δημοτικές, είτε
βουλευτικές, είτε ευρωεκλογές, θυμάμαι τις μακροσκελείς καταστάσεις με ονόματα ανθρώπων των «γραμμάτωνε και των τεχνώνε» που δήλωναν ευπειθώς την υποστήριξη τους στα σχήματα και τα ψηφοδέλτια της Αριστεράς.
Δεν είναι μυστικό, ότι η Ρούλα Κουκούλου, μέλος του πανίσχυρου Π.Γ του ΚΚΕ κατά τη μεταπολίτευση, είναι εκείνη που μέσω του μηχανισμού του κόμματος, αναδείκνυε καλλιτέχνες της «στρατευμένης (υπέρ της κομματικής ιδεολογίας) τέχνης». Από τότε, ακόμη, υπήρχαν κατάλογοι επιθυμητών και εγκεκριμένων καλλιτεχνών, συγγραφέων, μουσικών, ποιητών κ.λπ. Οι μη αρεστοί δεν ήταν υποχρεωτικά κάποιοι που ήταν αντίθετοι με την ολοκληρωτική ιδεολογία, αρκούσε απλά να είναι «ουδέτεροι» ή «αδιάφοροι» και αυθωρεί κατατάσσονταν…
Κύριος μηχανισμός ανάδειξης και καθιέρωσης «καλλιτεχνών» ήταν τα κομματικά νεολαιίστικα φεστιβάλ, τα οποία, σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, βάπτιζαν στα «επαναστατικά νάματα» όλους εκείνους που είδαν «το φως το αληθινό». Μέχρι σήμερα παραμένουν ζωντανές οι μνήμες των μελών των κομματικών νεολαιών, τα οποία πουλούσαν, μαζί με τις κομματικές εφημερίδες, δίσκους, κασέτες και βιβλία των «στρατευμένων καλλιτεχνών».
Και μετά ήρθε το ΠΑΣΟΚ και η πολιτική «ανάδειξης του λαϊκού πολιτισμού».
Ήταν η εποχή όπου οι πολιτιστικοί σύλλογοι σε πόλεις και χωριά αναδείχθηκαν σε κύριο μοχλό άσκησης πολιτικής, μέσω των γενναίων επιχορηγήσεων είτε από τα κοινοτικά κονδύλια είτε από την «προίκα» του ΟΠΑΠ και των κρατικών λαχείων.
Είναι η εποχή όπου σε κάθε χωριό και κωμόπολη της χώρας ξεπετάγονταν σα μανιτάρια τα παντός είδους φεστιβάλ «ανάδειξης του τοπικού πολιτισμού», στα οποία, κυριολεκτικά, κατασπαταλήθηκαν ιλιγγιώδη ποσά. Βέβαια, μετά από κάθε τέτοιο φεστιβάλ, νέες βίλες ξεπρόβαλαν είτε μέσα στα δάση, είτε παρά θίν’ αλός, οι οποίες ανήκαν σε επιφανή στελέχη των τοπικών κομματικών μηχανισμών επιφορτισμένα με τον τομέα του πολιτισμού.
Ήταν η εποχή των παχιών αγελάδων που έβοσκαν αμέριμνες στα λιβάδια της κρατικοδίαιτης τέχνης. Θεατρώνες, ζωγράφοι, συγγραφείς, ηθοποιοί σιτίζονταν από τις κρατικές επιχορηγήσεις. Πολλοί θυμούνται τους σκυλοκαβγάδες που ξεσπούσαν δημοσίως κάθε φορά που η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού ανακοίνωνε τα ποσά και τους δικαιούχους των κρατικών επιχορηγήσεων. Έτσι, προέκυψαν εκατοντάδες θέατρα, αναδείχθηκαν διάφοροι τραγουδοποιοί που με κλεμμένες μελωδίες έγραψαν τις μπαλάντες της «εξέγερσης» ενώ οι ίδιοι κυκλοφορούσαν με πολυτελή αυτοκίνητα και αποκτούσαν τεράστιες ακίνητες περιουσίες. Όσοι δεν προσκυνούσαν το σύστημα, αυτομάτως, γινόταν οι αποσυνάγωγοι, οι παρίες και προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό προς αυτούς περιβάλλον.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζαν οι εφημερίδες και τα ΜΜΕ εν γένει, όπου δίκτυα κομματικών δημοσιογράφων προωθούσαν ή αποσιωπούσαν καλλιτέχνες, ανάλογα με τη στάση που κρατούσαν έναντι τις «αριστερής» και «προοδευτικής» ορθοδοξίας. Είναι μνημεία μισαλλοδοξίας πολλά κείμενα «κριτικής», μοναδικός στόχος των οποίων ήταν η συκοφαντία και η ηθική εξόντωση των αντιφρονούντων.
Η κρατική επιχορήγηση των ανθρώπων των «γραμμάτωνε και των τεχνώνε» δεν ήταν μόνο η συμπερίληψή τους στις καταστάσεις των γενναίως επιδοτηθέντων αλλά και η απ’ ευθείας ανάθεση διαφόρων «πολιτιστικών» προγραμμάτων, όπου το αμφίβολης καλλιτεχνικής ποιότητας έργο τους, παρουσιαζόταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως το απαύγασμα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας της εποχής.
Και μετά ήρθε η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού μοντέλου και το τέλος της κρατικοδίαιτης τέχνης. Άξαφνα όλοι αυτοί, οι πρώην ιδιοκτήτες ΜΚΟ, πολιτιστικών συλλόγων και κομματικών θρόνων, αναγκάστηκαν να βρουν νέο κοινό, πρόθυμο να καταπιεί αμάσητη την πολύφερνη «τέχνη» τους. Το κοινό αυτό δεν ήταν άλλο παρά τα υβρίδια του ερυθρομέλανου όχλου, του μεγαλύτερου εκτροφείου ολοκληρωτικών αντιλήψεων και πρακτικών στην μεταπολεμική Ευρώπη.
Επί πέντε χρόνια πουλούσαν δωρεάν «πατριωτισμό», «αριστεροσύνη» και «εξέγερση», απλώνοντας τα δίχτυα τους πάνω στις πλάτες των αφρόνων. Με την έλευση της συγκυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛΛ πολλοί διορίστηκαν αμέσως σε διάφορες επίζηλες θέσεις με υψηλούς για την εποχή μισθούς. Η εργολαβία του «αντιμνημονιακού αγώνα» εξαργυρώθηκε.
Η παρασιτικού τύπου κρατικοδίαιτη αριστερή διανόηση, δίνει τις μέρες μας τον «υπέρ δραχμής» αγώνα, γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως μαζί με το σύστημα της «πρώτης φοράς αριστεροακροδεξιάς» και η ίδια οδεύει ολοταχώς προς τον σκουπιδότοπο της ιστορίας.
booksjournal.gr
Εδώ και 41 ολόκληρα χρόνια, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, είτε αυτή αφορούσε δημοτικές, είτε
βουλευτικές, είτε ευρωεκλογές, θυμάμαι τις μακροσκελείς καταστάσεις με ονόματα ανθρώπων των «γραμμάτωνε και των τεχνώνε» που δήλωναν ευπειθώς την υποστήριξη τους στα σχήματα και τα ψηφοδέλτια της Αριστεράς.
Δεν είναι μυστικό, ότι η Ρούλα Κουκούλου, μέλος του πανίσχυρου Π.Γ του ΚΚΕ κατά τη μεταπολίτευση, είναι εκείνη που μέσω του μηχανισμού του κόμματος, αναδείκνυε καλλιτέχνες της «στρατευμένης (υπέρ της κομματικής ιδεολογίας) τέχνης». Από τότε, ακόμη, υπήρχαν κατάλογοι επιθυμητών και εγκεκριμένων καλλιτεχνών, συγγραφέων, μουσικών, ποιητών κ.λπ. Οι μη αρεστοί δεν ήταν υποχρεωτικά κάποιοι που ήταν αντίθετοι με την ολοκληρωτική ιδεολογία, αρκούσε απλά να είναι «ουδέτεροι» ή «αδιάφοροι» και αυθωρεί κατατάσσονταν…
Κύριος μηχανισμός ανάδειξης και καθιέρωσης «καλλιτεχνών» ήταν τα κομματικά νεολαιίστικα φεστιβάλ, τα οποία, σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, βάπτιζαν στα «επαναστατικά νάματα» όλους εκείνους που είδαν «το φως το αληθινό». Μέχρι σήμερα παραμένουν ζωντανές οι μνήμες των μελών των κομματικών νεολαιών, τα οποία πουλούσαν, μαζί με τις κομματικές εφημερίδες, δίσκους, κασέτες και βιβλία των «στρατευμένων καλλιτεχνών».
Και μετά ήρθε το ΠΑΣΟΚ και η πολιτική «ανάδειξης του λαϊκού πολιτισμού».
Ήταν η εποχή όπου οι πολιτιστικοί σύλλογοι σε πόλεις και χωριά αναδείχθηκαν σε κύριο μοχλό άσκησης πολιτικής, μέσω των γενναίων επιχορηγήσεων είτε από τα κοινοτικά κονδύλια είτε από την «προίκα» του ΟΠΑΠ και των κρατικών λαχείων.
Είναι η εποχή όπου σε κάθε χωριό και κωμόπολη της χώρας ξεπετάγονταν σα μανιτάρια τα παντός είδους φεστιβάλ «ανάδειξης του τοπικού πολιτισμού», στα οποία, κυριολεκτικά, κατασπαταλήθηκαν ιλιγγιώδη ποσά. Βέβαια, μετά από κάθε τέτοιο φεστιβάλ, νέες βίλες ξεπρόβαλαν είτε μέσα στα δάση, είτε παρά θίν’ αλός, οι οποίες ανήκαν σε επιφανή στελέχη των τοπικών κομματικών μηχανισμών επιφορτισμένα με τον τομέα του πολιτισμού.
Ήταν η εποχή των παχιών αγελάδων που έβοσκαν αμέριμνες στα λιβάδια της κρατικοδίαιτης τέχνης. Θεατρώνες, ζωγράφοι, συγγραφείς, ηθοποιοί σιτίζονταν από τις κρατικές επιχορηγήσεις. Πολλοί θυμούνται τους σκυλοκαβγάδες που ξεσπούσαν δημοσίως κάθε φορά που η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού ανακοίνωνε τα ποσά και τους δικαιούχους των κρατικών επιχορηγήσεων. Έτσι, προέκυψαν εκατοντάδες θέατρα, αναδείχθηκαν διάφοροι τραγουδοποιοί που με κλεμμένες μελωδίες έγραψαν τις μπαλάντες της «εξέγερσης» ενώ οι ίδιοι κυκλοφορούσαν με πολυτελή αυτοκίνητα και αποκτούσαν τεράστιες ακίνητες περιουσίες. Όσοι δεν προσκυνούσαν το σύστημα, αυτομάτως, γινόταν οι αποσυνάγωγοι, οι παρίες και προσπαθούσαν να επιβιώσουν σε ένα εχθρικό προς αυτούς περιβάλλον.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζαν οι εφημερίδες και τα ΜΜΕ εν γένει, όπου δίκτυα κομματικών δημοσιογράφων προωθούσαν ή αποσιωπούσαν καλλιτέχνες, ανάλογα με τη στάση που κρατούσαν έναντι τις «αριστερής» και «προοδευτικής» ορθοδοξίας. Είναι μνημεία μισαλλοδοξίας πολλά κείμενα «κριτικής», μοναδικός στόχος των οποίων ήταν η συκοφαντία και η ηθική εξόντωση των αντιφρονούντων.
Η κρατική επιχορήγηση των ανθρώπων των «γραμμάτωνε και των τεχνώνε» δεν ήταν μόνο η συμπερίληψή τους στις καταστάσεις των γενναίως επιδοτηθέντων αλλά και η απ’ ευθείας ανάθεση διαφόρων «πολιτιστικών» προγραμμάτων, όπου το αμφίβολης καλλιτεχνικής ποιότητας έργο τους, παρουσιαζόταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, ως το απαύγασμα της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας της εποχής.
Και μετά ήρθε η κατάρρευση του μεταπολιτευτικού μοντέλου και το τέλος της κρατικοδίαιτης τέχνης. Άξαφνα όλοι αυτοί, οι πρώην ιδιοκτήτες ΜΚΟ, πολιτιστικών συλλόγων και κομματικών θρόνων, αναγκάστηκαν να βρουν νέο κοινό, πρόθυμο να καταπιεί αμάσητη την πολύφερνη «τέχνη» τους. Το κοινό αυτό δεν ήταν άλλο παρά τα υβρίδια του ερυθρομέλανου όχλου, του μεγαλύτερου εκτροφείου ολοκληρωτικών αντιλήψεων και πρακτικών στην μεταπολεμική Ευρώπη.
Επί πέντε χρόνια πουλούσαν δωρεάν «πατριωτισμό», «αριστεροσύνη» και «εξέγερση», απλώνοντας τα δίχτυα τους πάνω στις πλάτες των αφρόνων. Με την έλευση της συγκυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛΛ πολλοί διορίστηκαν αμέσως σε διάφορες επίζηλες θέσεις με υψηλούς για την εποχή μισθούς. Η εργολαβία του «αντιμνημονιακού αγώνα» εξαργυρώθηκε.
Η παρασιτικού τύπου κρατικοδίαιτη αριστερή διανόηση, δίνει τις μέρες μας τον «υπέρ δραχμής» αγώνα, γιατί γνωρίζει πολύ καλά πως μαζί με το σύστημα της «πρώτης φοράς αριστεροακροδεξιάς» και η ίδια οδεύει ολοταχώς προς τον σκουπιδότοπο της ιστορίας.
booksjournal.gr
Σχόλια