Σαν σήμερα, πριν από 561 χρόνια, η Βασιλεύουσα έπεσε στα χέρια των Οθωμανών – Το χρονικό της Άλωσης Πέρασαν 563 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα της 29ης Μαΐου 1453. Την ημέρα που ακούστηκε το
«Εάλω η Πόλις» και η Βασιλεύουσα, η «Πόλη των Αγίων», η «Θεοσκέπαστη», η «Πόλη του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης» έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.
Η ημέρα αυτή προκάλεσε θρήνο και οδυρμό στον απανταχού ελληνισμό. Στο μυαλό όλων των Ελλήνων η Άλωση κατέλαβε κεντρική θέση ως η μεγαλύτερη εθνική απώλεια
Η φράση «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικιά μας θα' ναι» αντηχεί στις καρδιές όλων μας.
Μπορεί όταν ο Μωάμεθ Β' άρχισε να πολιορκεί την Πόλη, αυτή να θύμιζε σκιά του εαυτού της αλλά κανείς δεν πρέπει να λησμονεί τις ένδοξες στιγμές που έζησε επί Κωνσταντίνου ΙΑ΄ και γενικότερα την εποχή των Παλαιολόγων, όταν το κράτος ήταν πιο ελληνικό από ποτέ.
Το χρονικό της Άλωσης
Στις 28 Μαΐου 1453, μεγάλη λιτανεία πραγματοποιείται στη Βασιλεύουσα με κεφαλή τον Αυτοκράτορα. Όλος ο λαός και ο κλήρος, με δάκρυα στα μάτια, περιδιαβαίνει τα μισογκρεμισμένα τείχη και στο τέλος ο Κωνσταντίνος απευθύνει ψυχωμένο λόγο σε όλους, τους τελευταίους Έλληνες και Φιλέλληνες υπερασπιστές, τονώνοντας το ηθικό τους, κάνοντας όλα τα μάτια να δακρύσουν, ανάμεσα στις λαμπάδες και τα θυμιάματα που τύλιγαν τη Θεοσκέπαστη εκείνη τη νύχτα... Την τελευταία νύχτα της Πόλης μας...
«Σώσον Κύριε τον λαόν σου...» έβγαινε με θέρμη και πίστη από χιλιάδες στόματα Ελλήνων και Φιλελλήνων...
Η Βασιλεύουσα θρηνούσε βλέποντας το τέλος να έρχεται.
«Συγχώρεσέ με Κύριε», ψιθύρισε με φόβο και δέος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. «Συγχώρεσέ με ...και δώσε μου ανδρείο τέλος».
Πίσω του όλοι οι αξιωματικοί και οι αξιωματούχοι, όλος ο λαός, μεταλάμβανε το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χρηστού, ζητώντας συγχώρεση.
«Σαν να μην ήθελε να ξημερώσει η μέρα»
Εκείνο το πρωί, σαν να μην ήθελε ο ήλιος να φανεί, σαν να φοβόταν ακόμα και η μέρα.
Δεν είχε ακόμα ξημερώσει, όταν οι Οθωμανοί αλαλάζοντας σαν δαιμονισμένοι, ρίχτηκαν και πάλι στους ελάχιστους υπερασπιστές, που αναγκάζονταν να είναι διασπαρμένοι σε όλο το μήκος των τειχών, γιατί οι επιθέσεις εκδηλωνόταν ή μπορούσαν να εκδηλωθούν οπουδήποτε.
Καθώς οι Τούρκοι ορμούσαν, έβγαιναν ξοπίσω οι γενίτσαροι, τα αρπαγμένα παιδάκια που τα είχαν μεγαλώσει ως θηρία οι Τούρκοι...
Όμως οι λίγοι γενναίοι Έλληνες και Φιλέλληνες, με τον Ιουστινιάνη και μπροστάρη τον ίδιο τον Παλαιολόγο, αμύνονταν με ηρωισμό τέτοιο, που δεν έχει όμοιό του στην Ιστορία των λαών...
Πανηγύρισαν οι πολιορκημένοι! Είχαν αποκρούσει επιτυχώς την πρώτη επίθεση
«Κρατάτε αδερφοί μου! Υποχωρούν», φώναξε γεμάτος χαρά ο βασιλιάς. Οι χρυσοκίτρινες σημαίες με το Δικέφαλο αετό στα κάστρα της Πόλης άρχισαν και πάλι να κυματίζουν! Δυστυχώς όμως όχι για πολύ...
Οι εχθροί ήταν ασταμάτητοι. Τώρα ο Μεχμέτης έστελνε ξεκούραστους, τις ειδικές του δυνάμεις, τον επίλεκτο στρατό με συνοδεία δέκα χιλιάδων Γενιτσάρων, χτυπώντας στο πιο αδύνατο όπως πάντα σημείο των τειχών. Την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, δίπλα στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου!
«Εάλωωω! Η Πόλις εάλωωωω»
Το τέλος έφτασε... Η Πόλη μόλις είχε πέσει στα χέρια των Οθωμανών.
Ο Κωνσταντίνος γύρισε το κεφάλι του. Ήταν πια ολομόναχος! Όλοι σχεδόν γύρω του είχαν πέσει σαν ήρωες! Ως Έλληνες!
«Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» φώναξε με όλη τη δύναμή του καθώς το σπαθί του κατέβαινε με ορμή σε έναν ακόμη Γενίτσαρο, φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων!
Εκατοντάδες χρόνια μετά το Γένος εξακολουθεί να είναι ζωντανό. Όμως η Πόλη μας, η Αγιά Σοφιά βρίσκονται σε ξένα χέρια.
Η απάντηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τον Μωάμεθ Β' λίγο πριν από την πτώση της Βασιλεύουσας
Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι...
Πρωτότυπο κείμενο:
Ἀπαρτίσας οὖν τὰ πάντα, ὡς αὐτῷ ἐδόκει καλῶς, ἔπεμψεν ἔνδον λέγων τῷ βασιλεῖ «Γίνωσκε τὰ τοῦ πολέμου ἤδη ἀπήρτησθαι• καὶ καιρός ἐστιν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαι τὸ ἐνθυμηθὲν πρὸ πολλοῦ παρ' ἡμῖν νῦν• τὴν δὲ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ Θεῷ ἐφίεμεν. Τί λέγεις; Βούλει καταλιπεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀπελθεῖν, ἔνθα καὶ βούλει, μετὰ τῶν σῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπὼν τὸν δῆμον ἀζήμιον εἶναι καὶ παρ' ἡμῶν καὶ παρά σοῦ; ἤ
ἀντιστῆναι καὶ σὺν τῇ ζωῇ καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἀπολέσεις σύ τε καὶ οἱ μετὰ σέ, ὁ δὲ δῆμος αἰχμαλωτιστθεὶς παρὰ τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ;»
Ὁ βασιλεὺς δ' ἀπεκρίνατο σὺν τῇ συγκλήτῳ• «Εἰ μἐν βούλει, καθὼς καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι καὶ σύ, τῷ Θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καὶ οὕτως ἐτίμων, τὴν δὲ πόλιν ταύτην ὡς πατρίδα• καὶ γὰρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντὸς ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίω. Ἔχε δὲ καὶ τὰ παρ' ἡμῖν ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καὶ γῆν ὡς δίκαια καὶ ἀπόκοψον καὶ τοὺς φόρους τόσους, ὅσους κατὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν, κατ' ἔτος τοῦ δοῦναι σοι καὶ ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γὰρ οἶδας, εἰ θαῤῥῶν κερδᾶναι εὐρεθῇς κερδανθείς; Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ' ἐμόν ἐστιν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Απόδοση:
(Ο Μεχεμέτ), αφού ετοίμασε τα πάντα όπως καλύτερα νόμιζε, έστειλε μήνυμα λέγοντας στο βασιλιά: «Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ' όλη τη γη;» Κι ο βασιλιάς με τη σύγκλητο αποκρίθηκε: «Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας κα φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της• γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».
madata.gr
«Εάλω η Πόλις» και η Βασιλεύουσα, η «Πόλη των Αγίων», η «Θεοσκέπαστη», η «Πόλη του Ελληνισμού και της Χριστιανοσύνης» έπεσε στα χέρια των Οθωμανών.
Η ημέρα αυτή προκάλεσε θρήνο και οδυρμό στον απανταχού ελληνισμό. Στο μυαλό όλων των Ελλήνων η Άλωση κατέλαβε κεντρική θέση ως η μεγαλύτερη εθνική απώλεια
Η φράση «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικιά μας θα' ναι» αντηχεί στις καρδιές όλων μας.
Μπορεί όταν ο Μωάμεθ Β' άρχισε να πολιορκεί την Πόλη, αυτή να θύμιζε σκιά του εαυτού της αλλά κανείς δεν πρέπει να λησμονεί τις ένδοξες στιγμές που έζησε επί Κωνσταντίνου ΙΑ΄ και γενικότερα την εποχή των Παλαιολόγων, όταν το κράτος ήταν πιο ελληνικό από ποτέ.
Το χρονικό της Άλωσης
Στις 28 Μαΐου 1453, μεγάλη λιτανεία πραγματοποιείται στη Βασιλεύουσα με κεφαλή τον Αυτοκράτορα. Όλος ο λαός και ο κλήρος, με δάκρυα στα μάτια, περιδιαβαίνει τα μισογκρεμισμένα τείχη και στο τέλος ο Κωνσταντίνος απευθύνει ψυχωμένο λόγο σε όλους, τους τελευταίους Έλληνες και Φιλέλληνες υπερασπιστές, τονώνοντας το ηθικό τους, κάνοντας όλα τα μάτια να δακρύσουν, ανάμεσα στις λαμπάδες και τα θυμιάματα που τύλιγαν τη Θεοσκέπαστη εκείνη τη νύχτα... Την τελευταία νύχτα της Πόλης μας...
«Σώσον Κύριε τον λαόν σου...» έβγαινε με θέρμη και πίστη από χιλιάδες στόματα Ελλήνων και Φιλελλήνων...
Η Βασιλεύουσα θρηνούσε βλέποντας το τέλος να έρχεται.
«Συγχώρεσέ με Κύριε», ψιθύρισε με φόβο και δέος ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. «Συγχώρεσέ με ...και δώσε μου ανδρείο τέλος».
Πίσω του όλοι οι αξιωματικοί και οι αξιωματούχοι, όλος ο λαός, μεταλάμβανε το Σώμα και το Αίμα του Ιησού Χρηστού, ζητώντας συγχώρεση.
«Σαν να μην ήθελε να ξημερώσει η μέρα»
Εκείνο το πρωί, σαν να μην ήθελε ο ήλιος να φανεί, σαν να φοβόταν ακόμα και η μέρα.
Δεν είχε ακόμα ξημερώσει, όταν οι Οθωμανοί αλαλάζοντας σαν δαιμονισμένοι, ρίχτηκαν και πάλι στους ελάχιστους υπερασπιστές, που αναγκάζονταν να είναι διασπαρμένοι σε όλο το μήκος των τειχών, γιατί οι επιθέσεις εκδηλωνόταν ή μπορούσαν να εκδηλωθούν οπουδήποτε.
Καθώς οι Τούρκοι ορμούσαν, έβγαιναν ξοπίσω οι γενίτσαροι, τα αρπαγμένα παιδάκια που τα είχαν μεγαλώσει ως θηρία οι Τούρκοι...
Όμως οι λίγοι γενναίοι Έλληνες και Φιλέλληνες, με τον Ιουστινιάνη και μπροστάρη τον ίδιο τον Παλαιολόγο, αμύνονταν με ηρωισμό τέτοιο, που δεν έχει όμοιό του στην Ιστορία των λαών...
Πανηγύρισαν οι πολιορκημένοι! Είχαν αποκρούσει επιτυχώς την πρώτη επίθεση
«Κρατάτε αδερφοί μου! Υποχωρούν», φώναξε γεμάτος χαρά ο βασιλιάς. Οι χρυσοκίτρινες σημαίες με το Δικέφαλο αετό στα κάστρα της Πόλης άρχισαν και πάλι να κυματίζουν! Δυστυχώς όμως όχι για πολύ...
Οι εχθροί ήταν ασταμάτητοι. Τώρα ο Μεχμέτης έστελνε ξεκούραστους, τις ειδικές του δυνάμεις, τον επίλεκτο στρατό με συνοδεία δέκα χιλιάδων Γενιτσάρων, χτυπώντας στο πιο αδύνατο όπως πάντα σημείο των τειχών. Την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, δίπλα στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου!
«Εάλωωω! Η Πόλις εάλωωωω»
Το τέλος έφτασε... Η Πόλη μόλις είχε πέσει στα χέρια των Οθωμανών.
Ο Κωνσταντίνος γύρισε το κεφάλι του. Ήταν πια ολομόναχος! Όλοι σχεδόν γύρω του είχαν πέσει σαν ήρωες! Ως Έλληνες!
«Δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;» φώναξε με όλη τη δύναμή του καθώς το σπαθί του κατέβαινε με ορμή σε έναν ακόμη Γενίτσαρο, φοβούμενος μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων!
Εκατοντάδες χρόνια μετά το Γένος εξακολουθεί να είναι ζωντανό. Όμως η Πόλη μας, η Αγιά Σοφιά βρίσκονται σε ξένα χέρια.
Η απάντηση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς τον Μωάμεθ Β' λίγο πριν από την πτώση της Βασιλεύουσας
Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι...
Πρωτότυπο κείμενο:
Ἀπαρτίσας οὖν τὰ πάντα, ὡς αὐτῷ ἐδόκει καλῶς, ἔπεμψεν ἔνδον λέγων τῷ βασιλεῖ «Γίνωσκε τὰ τοῦ πολέμου ἤδη ἀπήρτησθαι• καὶ καιρός ἐστιν ἀπό τοῦ νῦν πρᾶξαι τὸ ἐνθυμηθὲν πρὸ πολλοῦ παρ' ἡμῖν νῦν• τὴν δὲ ἔκβασιν τοῦ σκοποῦ τῷ Θεῷ ἐφίεμεν. Τί λέγεις; Βούλει καταλιπεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀπελθεῖν, ἔνθα καὶ βούλει, μετὰ τῶν σῶν ἀρχόντων καὶ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῖς, καταλιπὼν τὸν δῆμον ἀζήμιον εἶναι καὶ παρ' ἡμῶν καὶ παρά σοῦ; ἤ
ἀντιστῆναι καὶ σὺν τῇ ζωῇ καὶ τὰ ὑπάρχοντα ἀπολέσεις σύ τε καὶ οἱ μετὰ σέ, ὁ δὲ δῆμος αἰχμαλωτιστθεὶς παρὰ τῶν Τούρκων διασπαρῶσιν ἐν πάσῃ τῇ γῇ;»
Ὁ βασιλεὺς δ' ἀπεκρίνατο σὺν τῇ συγκλήτῳ• «Εἰ μἐν βούλει, καθὼς καὶ οἱ πατέρες σου ἔζησαν, εἰρηνικῶς σὺν ἡμῖν συζῆσαι καὶ σύ, τῷ Θεῷ χάρις. Ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς ἐμοὺς γονεῖς ὡς πατέρας ἐλόγιζον καὶ οὕτως ἐτίμων, τὴν δὲ πόλιν ταύτην ὡς πατρίδα• καὶ γὰρ ἐν καιρῷ περιστάσεως ἅπαντες ἐντὸς ταύτης εἰσιόντες ἐσώθησαν καὶ οὐδεὶς ὁ ἀντισταίνων ἐμακροβίω. Ἔχε δὲ καὶ τὰ παρ' ἡμῖν ἁρπαχθέντα ἀδίκως κάστρα καὶ γῆν ὡς δίκαια καὶ ἀπόκοψον καὶ τοὺς φόρους τόσους, ὅσους κατὰ τὴν ἡμετέραν δύναμιν, κατ' ἔτος τοῦ δοῦναι σοι καὶ ἄπελθε ἐν εἰρήνῃ. Τί γὰρ οἶδας, εἰ θαῤῥῶν κερδᾶναι εὐρεθῇς κερδανθείς; Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ' ἐμόν ἐστιν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν».
Απόδοση:
(Ο Μεχεμέτ), αφού ετοίμασε τα πάντα όπως καλύτερα νόμιζε, έστειλε μήνυμα λέγοντας στο βασιλιά: «Μάθε ότι έχουν τελειώσει οι πολεμικές προετοιμασίες. Ήρθε πια η ώρα να κάνουμε πράξη αυτό που θέλουμε εδώ και πολύ καιρό. Την έκβασή του την αφήνουμε στο Θεό. Τι λες; Θέλεις να εγκαταλείψεις την Πόλη και να φύγεις, όπου θέλεις, μαζί με τους άρχοντές σου και τα υπάρχοντά τους, αφήνοντας αζήμιο το λαό και από μένα και από σένα; Ή θέλεις να αντισταθείς και να χάσεις τη ζωή σου και τα υπάρχοντά σου και συ και οι μετά σου, κι ο λαός αφού αιχμαλωτιστεί από τους Τούρκους, να διασκορπιστεί σ' όλη τη γη;» Κι ο βασιλιάς με τη σύγκλητο αποκρίθηκε: «Αν θέλεις να ζήσεις μαζί μας ειρηνικά, όπως και οι πρόγονοί σου, ας έχεις την ευλογία του Θεού. Γιατί εκείνοι θεωρούσαν τους γονείς μου ως πατέρες τους και τους τιμούσαν ανάλογα, κι αυτή την πόλη τη θεωρούσαν ως πατρίδα τους. Σε καιρό ανάγκης όλοι τους έτρεχαν μέσα να σωθούν και κανένας αντίπαλός της δεν έζησε πολλά χρόνια. Κράτα τα κάστρα και τη γη που μας άρπαξες άδικα, όρισε και ετήσιους φόρους ανάλογα με τη δύναμή μας κα φύγε ειρηνικά. Σκέφτηκες ότι ενώ νομίζεις πως θα κερδίσεις μπορεί να βρεθείς χαμένος; Το να σου παραδώσω την Πόλη ούτε δικό μου δικαίωμα είναι ούτε κανενός άλλου από τους κατοίκους της• γιατί όλοι με μια ψυχή προτιμούμε να πεθάνουμε με τη θέλησή μας και δε λυπόμαστε για τη ζωή μας».
madata.gr
Σχόλια