Είναι ένα έργο του Μένανδρου που μας βεβαιώνουν πως σώθηκε ολόκληρο. Τα άλλα που ήταν πάνω από εκατό τα έφαγε η μαρμάγκα. Το γιατί δεν το γνωρίζει κανένας. Ίσως γιατί ήταν κολλητός του Επίκουρου και του Θεόφραστου επηρεασμένος τα μάλα από αυτούς, ίσως για τα πανανθρώπινα μηνύματα που πέρναγε με το έργο του. Τέλος πάντων το μόνο που μας βεβαιώνουν πως σώθηκε είναι "ο Δύσκολος", για να αναδειχτεί λέει η ανάγκη των ανθρώπων να συνυπάρχουν και οτι ο άνθρωπος είναι
κοινωνικό ον και άλλα ωραία. Επειδή δεν είμαστε Γεωργουσοπουλαίοι ειδικοί εις την κριτικήν και ανάλυση του θεάτρου παλαιού και νέου, θα σας μεταφέρουμε το στόρι του έργου και αποφασίστε μόνοι σας για τον ήρωα και τα άλλα.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Ο Κνήμων ένα γεροντάκι που η ζωή του άργασε το τομάρι, μισεί όλο τον κόσμο. Δεν γουστάρει κανέναν ούτε ζωγραφιστό. Μια ζωή δουλειά και κάθε τέσσερα χρόνια ψήφο. Πλήρωσε σε όλη του τη ζωή τόσους φόρους που αν τα είχε θα "τα έχωνε" στους Σπαρτιάτες μετρητοίς και ο πελοποννησιακός πόλεμος δεν θα γινόταν. Έτσι είχε αγανακτήσει και όποιος πλησίαζε τον μπινελίκωνε άγρια κατεβάζοντας οτι καντήλι ήταν αναμμένο στα περίχωρα. Με λίγα λόγια είχε μπουχτίσει το καημένο το γεροντάκι. Η ζωή του ήταν όλη ένα βάσανο, είχε και ένα χωραφάκι που το καλλιεργούσε και ζούσαν από αυτό. Σπίτι χωράφι μια ζωή. Οι τελευταίοι φόροι τον είχαν γονατίσει ακόμα μια φορά. Στις τελευταίες εκλογές δεν πήγε να ψηφίσει και περνούσαν όλοι και τον λοιδορούσαν. Αυτό τον έκανε να "σκυλιάσει" πιο πολύ και να ρίχνει τέτοια μπινελίκια που έκαναν τους άλλους να ανατριχιάζουν.
Για κακή του τύχη είχε μια πανέμορφη κόρη, την παρθένα Μπιρμπίλη. Οι κοινωνικοί άνθρωποι δεν φτάνει που τον "πήδαγαν" μια ζωή, τώρα ήθελαν να του πηδήξουν και την παρθένα Μπιρμπίλη. Έτσι μια μέρα εκείνο το κωθώνι ο Σωσίστρατος που γούσταρε τρελά την παρθένα τον έσπρωξε και έπεσε μέσα στο πηγάδι του χωραφιού. Μετά είπαν πως ο Κνήμωνας έπεσε μόνος του γιατί προσπαθούσε να πιάσει την αξίνα του και έναν κουβά. Τότε εμφανίστηκε ο τσόγλανος ο Σωσίστρατος και τον έβγαλε έξω σώζοντάς τον. Ο καημένος ο γέρος κατάλαβε πως πια τίποτε δεν μπορούσε να κάνει απέναντι στην κοινωνία των κοινωνικών ανθρώπων και έδωσε την παρθένα Μπιρμπίλη στον Σωσίστρατο.
Σκέφτηκε πολύ απλά πως όλοι αυτοί οι κοινωνικοί μπορούν να κάνουν τα πάντα για να σε σώσουν, ακόμα και να σε σκοτώσουν. Ας πάει και το παλιάμπελο, μια παρθένα λιγότερη τι να κάνουμε.
Μετά τον έζωσαν μαύρα φίδια τον καημένο τον Κνήμωνα γιατί σκέφτηκε πως μόλις ο Σωσίστρατος χορτάσει τα κάλλη της Μπιρμπίλως θα ζητήσει κι άλλα. Από την άλλη τι σκατά να πάρει; Ένα χωραφάκι έχω όλο κι όλο.
Το ξημέρωμα τον βρήκε στο χωράφι να ρίχνει μπινελίκια και γαμοσταυρίδια κρατώντας στα κοκαλιάρικα χέρια του μαζί με την αξίνα και το χαρτί της περαίωσης. Κοίταγε μια το χαρτί και μια το πηγάδι. Δεν είχε ούτε σταγόνα ιδρώτα να δώσει για το νέο χαράτσι. Σκοτείνιασε. Τα πήραν όλα, σκέφτηκε, ακόμα και την αξιοπρέπειά μου.
Την ώρα που δρασκέλιζε το πηγάδι να πηδήξει μέσα να χαθεί, ένα χέρι τον άρπαξε, ήταν ο Σωσίτρατος.
-Ρε μπάρμπα Κνήμωνα μια ζωή εγώ θα σε σώζω; Έλα να πληρώσεις μια διαφορά για την αντικειμενική αξία του χωραφιού και να δεις και την Μπιρμπίλω, στα χρυσά την έχω βασίλισσα.
Ο γέρος άρχισε να του ρίχνει κάτι μπινελίκια άγρια, γιατί είχε μάθει πως ο Σωσίστρατος την πάσαρε ως κανονικός νταβατζής σε γερμανούς, άγγλους, άραβες, κινέζους και κάθε άλλον που θα του έριχνε φράγκα.
-Ρε τσογλάνι, είπε ο Κνήμωνας, πουτάνα την κατάντησες και θέλεις και τα ρέστα;
Ο Σωσίστρατος τότε έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη και διάβασε:
-Η δημοκρατία δεν δημοκρατείται και μη μου κάνεις τον δύσκολο γιατί θα πάω σε εκλογές.
Ο μπαρμπα Κνήμωνας έσκυψε για μια ακόμη φορά το κεφάλι κατεβάζοντας καντήλια και σκέφτηκε, ακόμα και ένα τσογλάνι μπορεί να πει μια αλήθεια, πράγματι η δημοκρατία δεν δημοκρατείται σήμερα, πουτανοκρατείται.
fontas0.blogspot.gr
κοινωνικό ον και άλλα ωραία. Επειδή δεν είμαστε Γεωργουσοπουλαίοι ειδικοί εις την κριτικήν και ανάλυση του θεάτρου παλαιού και νέου, θα σας μεταφέρουμε το στόρι του έργου και αποφασίστε μόνοι σας για τον ήρωα και τα άλλα.
Έχουμε και λέμε λοιπόν:
Ο Κνήμων ένα γεροντάκι που η ζωή του άργασε το τομάρι, μισεί όλο τον κόσμο. Δεν γουστάρει κανέναν ούτε ζωγραφιστό. Μια ζωή δουλειά και κάθε τέσσερα χρόνια ψήφο. Πλήρωσε σε όλη του τη ζωή τόσους φόρους που αν τα είχε θα "τα έχωνε" στους Σπαρτιάτες μετρητοίς και ο πελοποννησιακός πόλεμος δεν θα γινόταν. Έτσι είχε αγανακτήσει και όποιος πλησίαζε τον μπινελίκωνε άγρια κατεβάζοντας οτι καντήλι ήταν αναμμένο στα περίχωρα. Με λίγα λόγια είχε μπουχτίσει το καημένο το γεροντάκι. Η ζωή του ήταν όλη ένα βάσανο, είχε και ένα χωραφάκι που το καλλιεργούσε και ζούσαν από αυτό. Σπίτι χωράφι μια ζωή. Οι τελευταίοι φόροι τον είχαν γονατίσει ακόμα μια φορά. Στις τελευταίες εκλογές δεν πήγε να ψηφίσει και περνούσαν όλοι και τον λοιδορούσαν. Αυτό τον έκανε να "σκυλιάσει" πιο πολύ και να ρίχνει τέτοια μπινελίκια που έκαναν τους άλλους να ανατριχιάζουν.
Για κακή του τύχη είχε μια πανέμορφη κόρη, την παρθένα Μπιρμπίλη. Οι κοινωνικοί άνθρωποι δεν φτάνει που τον "πήδαγαν" μια ζωή, τώρα ήθελαν να του πηδήξουν και την παρθένα Μπιρμπίλη. Έτσι μια μέρα εκείνο το κωθώνι ο Σωσίστρατος που γούσταρε τρελά την παρθένα τον έσπρωξε και έπεσε μέσα στο πηγάδι του χωραφιού. Μετά είπαν πως ο Κνήμωνας έπεσε μόνος του γιατί προσπαθούσε να πιάσει την αξίνα του και έναν κουβά. Τότε εμφανίστηκε ο τσόγλανος ο Σωσίστρατος και τον έβγαλε έξω σώζοντάς τον. Ο καημένος ο γέρος κατάλαβε πως πια τίποτε δεν μπορούσε να κάνει απέναντι στην κοινωνία των κοινωνικών ανθρώπων και έδωσε την παρθένα Μπιρμπίλη στον Σωσίστρατο.
Σκέφτηκε πολύ απλά πως όλοι αυτοί οι κοινωνικοί μπορούν να κάνουν τα πάντα για να σε σώσουν, ακόμα και να σε σκοτώσουν. Ας πάει και το παλιάμπελο, μια παρθένα λιγότερη τι να κάνουμε.
Μετά τον έζωσαν μαύρα φίδια τον καημένο τον Κνήμωνα γιατί σκέφτηκε πως μόλις ο Σωσίστρατος χορτάσει τα κάλλη της Μπιρμπίλως θα ζητήσει κι άλλα. Από την άλλη τι σκατά να πάρει; Ένα χωραφάκι έχω όλο κι όλο.
Το ξημέρωμα τον βρήκε στο χωράφι να ρίχνει μπινελίκια και γαμοσταυρίδια κρατώντας στα κοκαλιάρικα χέρια του μαζί με την αξίνα και το χαρτί της περαίωσης. Κοίταγε μια το χαρτί και μια το πηγάδι. Δεν είχε ούτε σταγόνα ιδρώτα να δώσει για το νέο χαράτσι. Σκοτείνιασε. Τα πήραν όλα, σκέφτηκε, ακόμα και την αξιοπρέπειά μου.
Την ώρα που δρασκέλιζε το πηγάδι να πηδήξει μέσα να χαθεί, ένα χέρι τον άρπαξε, ήταν ο Σωσίτρατος.
-Ρε μπάρμπα Κνήμωνα μια ζωή εγώ θα σε σώζω; Έλα να πληρώσεις μια διαφορά για την αντικειμενική αξία του χωραφιού και να δεις και την Μπιρμπίλω, στα χρυσά την έχω βασίλισσα.
Ο γέρος άρχισε να του ρίχνει κάτι μπινελίκια άγρια, γιατί είχε μάθει πως ο Σωσίστρατος την πάσαρε ως κανονικός νταβατζής σε γερμανούς, άγγλους, άραβες, κινέζους και κάθε άλλον που θα του έριχνε φράγκα.
-Ρε τσογλάνι, είπε ο Κνήμωνας, πουτάνα την κατάντησες και θέλεις και τα ρέστα;
Ο Σωσίστρατος τότε έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη και διάβασε:
-Η δημοκρατία δεν δημοκρατείται και μη μου κάνεις τον δύσκολο γιατί θα πάω σε εκλογές.
Ο μπαρμπα Κνήμωνας έσκυψε για μια ακόμη φορά το κεφάλι κατεβάζοντας καντήλια και σκέφτηκε, ακόμα και ένα τσογλάνι μπορεί να πει μια αλήθεια, πράγματι η δημοκρατία δεν δημοκρατείται σήμερα, πουτανοκρατείται.
fontas0.blogspot.gr
Σχόλια