Ενα μυθιστόρημα-βάλσαμο

Οι «Πλανόδιοι θεριστές» της Ευγενίας Φακίνου

«Τις κακές μέρες που αντικρίζω στον καθρέφτη μια μεγάλη, θλιμμένη γυναίκα, λέω «κοριτσάκι μου, δεν είσαι εσύ αυτή» και ξαναβρίσκω, με αγώνα βέβαια, τον εαυτό μου»

Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ φωτ.: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΙΛΑΛΟΥΣ

Μια γυναίκα στα τριάντα και κάτι, η Ελένη, έγκυος στον πέμπτο μήνα, μόνη, δίχως σύντροφο και χωρίς δουλειά, αφήνει την πρωτεύουσα πίσω της και περιφέρεται οδικώς μέσα στη...
φύση, σταθμεύοντας κάθε τόσο σε χωριά τσακισμένα από τα πολλά πρόσωπα της κρίσης και της νωθρότητας.

Τι της επιφυλάσσει η διαδρομή; Τι κινδύνους, τι συναντήσεις, τι συμμαχίες εγκυμονεί με τη σειρά του αυτό το ταξίδι; Πώς το σκοτάδι της απόγνωσης γίνεται φως παρηγορητικό; Πώς κάποιος που τρέπεται σε φυγή βρίσκει ξανά ένα λιμάνι; Οσο δύσκολο κι αν μοιάζει, τόσο εφικτό αποδεικνύεται στους «Πλανόδιους θεριστές», το νέο βιβλίο της Ευγενίας Φακίνου (εκδ. «Καστανιώτη»). Ενα μυθιστόρημα-βάλσαμο, που σαν να φλερτάρει με τη λογοτεχνία του φανταστικού, αλλά, όπως ισχυρίζεται η ίδια, «είναι το πιο ρεαλιστικό όσων έχω γράψει».

Αισιόδοξο


Η Φακίνου βαδίζει πια προς τα 70, η υγεία της, τελευταία, της παίζει αρκετά δυσάρεστα παιχνίδια και η διάθεσή της, συντονισμένη με τα όσα συμβαίνουν στην πολιτική σκηνή και την κοινωνία, πέφτει όλο και πιο συχνά. Από παιδάκι, εν τούτοις, «όποτε με βάραινε η καθημερινότητά μου, έπιανα να την αφηγηθώ εκ νέου, όχι για να την ωραιοποιήσω, αλλά για να την απομυθοποιήσω και να τη φέρω στα μέτρα μου. Κάτι ανάλογο έκανα και τώρα. Ηθελα συνειδητά να γράψω κάτι αισιόδοξο κι ελπιδοφόρο, για το πλησίασμα των ετερόκλιτων ανθρώπων, για την αλληλεγγύη των μοναχικών».

Το μυθιστόρημά της ανοίγει με μια εικόνα, την ίδια εικόνα που πυροδότησε και την ιστορία που ξεδιπλώνεται στις σελίδες του: τρία πεύκα σε μια μικροσκοπική, κρυμμένη πίσω από τα βράχια παραλία, το ένα κοντά στο άλλο, «σαν ξαδέλφια», το τρίτο σε απόσταση. Από το τελευταίο είχε, σύμφωνα με το θρύλο, κρεμαστεί κάποτε μια έγκυος, καταραμένη απ' τη μάνα της επειδή το παιδί ήταν εκτός γάμου και αγνώστου πατρός. Γι' αυτό και έκτοτε οι περισσότεροι παραθεριστές το απέφευγαν. Οι μόνοι που αναζητούσαν καταφύγιο κάτω από τη σκιά του ήταν όσοι δεν είχαν οικογένεια ούτε άλλη παρέα, οι βυθισμένοι στη σιωπή τους, οι μοναχικοί. Αυτοί που, όπως λέει η ίδια, «όταν βρουν πρόθυμο αυτί, δεν βάζουν γλώσσα μέσα, κι όσο πιο άγνωστος τούς είναι ο συνομιλητής τους τόσο πιο εξομολογητικοί γίνονται...».

Εκεί ακριβώς πρωτοσυναντιούνται οι τρεις κεντρικοί ήρωες των «Πλανόδιων θεριστών»: η περιπλανώμενη Ελένη που δυσκολεύεται να συμφιλιωθεί με την κατάστασή της, ένας παλιός αγωνιστής μεταλλωρύχος που είδε τις ιδέες του να ποδοπατιούνται και τα παιδιά του να ξενιτεύονται στα πιο απομακρυσμένα μέρη της Γης και ένας εκκεντρικός όσο και αξιοπρεπής ομοφυλόφιλος που έχει αποσυρθεί στην επαρχία, προδομένος από τη συμπεριφορά εκείνων που δεν ανέχονται οτιδήποτε διαφορετικό.

Ιδού τα μέλη μιας εν δυνάμει ιδιότυπης οικογένειας, λέει με τον τρόπο της η Φακίνου, μιας οικογένειας που θα μπορούσε κάλλιστα να χωρέσει κι άλλες αδελφές ψυχές: μια ανδρογυναίκα, για παράδειγμα, παρ' ολίγον δολοφόνο από απελπισία, όπως κι ένα εγκαταλειμένο παιδί που πάσχει από επιληψία κι έρχεται ως καταλύτης να φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή όλων τους.

Οι περισσότεροι ήρωες εδώ είναι άνθρωποι ηττημένοι, πλην εκείνων που έδωσαν στο μυθιστόρημα τον τίτλο του. Μιας παρέας νέων, δηλαδή, με διαφορετικές επαγγελματικές καταβολές που, σπρωγμένοι από την ανεργία και την ανάγκη τους να επιβιώσουν, περιπλανώνται στην ύπαιθρο από αγρόκτημα σε αγρόκτημα, κάνοντας δουλειές που ουδέποτε είχαν φανταστεί. Η παρουσία τους, ωστόσο, εξαντλείται στο πρώτο κεφάλαιο. Γιατί; «Επειδή ό,τι ήταν να δώσουν, το έδωσαν. Από τη σύντομη επαφή μαζί τους, η Ελένη παίρνει κάποια κλειδιά για να προχωρήσει παρακάτω, μαθαίνει να είναι λίγο πιο ανοιχτή με τους άλλους και λίγο πιο ανεκτική με τον εαυτό της, αρχίζει ν' αντιμετωπίζει τα πράγματα με χαμόγελο. Απ' όπου κι αν περάσουν, οι πλανόδιοι θεριστές μεταφέρουν μια νότα αισιοδοξίας που λείπει από τους κατοίκους αυτής της ρημαγμένης χώρας. Πρόκειται για μια παραλλαγή των Αμερικανών περιφερόμενων θεριστών, που ταξιδεύουν στις αχανείς εκτάσεις της ενδοχώρας, μαζί με θηριώδεις αλωνιστικές μηχανές...».

Αμερικανικό δάνειο είναι και το Κίνημα των Ετοιμων, για το οποίο γίνεται ακροθιγώς λόγος στο βιβλίο, λειτουργώντας σαν μακρινό φόντο στην πλοκή. «Είναι ένα επίσης υπαρκτό κίνημα», εξηγεί η Φακίνου, «που καιρό τώρα κάνει θραύση στις ΗΠΑ, ενσαρκώνοντας τον απόλυτο παραλογισμό. Ενα σωρό άνθρωποι προετοιμάζονται για σεισμό, λιμό, πυρηνικό όλεθρο και ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί, αποθηκεύοντας από τεράστιες ποσότητες τροφίμων μέχρι όπλα. Ανθρωποι που ζουν μέσα στην παράνοια, θυσιάζοντας τη ζωή τους στο κακό που περιμένουν να τους βρει...». Την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα που προτείνει μέσα από το βιβλίο της τη βλέπει άραγε και στην ελληνική κοινωνία;

Αξίζει να παλεύεις

«Ε, ύστερα από τριάμισι χρόνια κρίσης, ακόμα κι εκείνοι που νόμιζαν ότι θα μπορούσαν να επανέλθουν στον πρότερο ευτυχή βίο, έχουν βάλει νερό στο κρασί τους, έχουν καταλάβει πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Το εντυπωσιακό είναι πόσο οι οικογένειες στηρίζουν τα μέλη τους. Ξέρουμε όλοι πια πως οι συντάξεις των παππούδων βοηθάνε το σπίτι, ότι αδέλφια βοηθάνε αδέλφια, ενώ άνθρωποι που ποτέ δεν είχαν δραστηριοποιηθεί ώς τώρα, μοιράζουν συσσίτια, δίνουν ρούχα, δείχνουν μια αλληλεγγύη πρωτόγνωρη, κι ας αποτελούν ακόμη εξαίρεση».

Η γενιά που χτυπιέται περισσότερο, για την ίδια, «δεν είναι των 18άρηδων, αυτοί θα βρουν μια κατάσταση ήδη διαμορφωμένη, αλλά των 30αρηδων και των 40αρηδων». Η γενιά στην οποία ανήκουν και τα δικά της παιδιά, που είχαν μπει στην αγορά εργασίας και τώρα είτε έχουν πεταχτεί εκτός είτε παριστάνουν ότι δουλεύουν υπό ταπεινωτικές συνθήκες. «Τίποτε πιο εύκολο στις μέρες μας, από το να βυθιστείς στη ματαιότητα και τη θλίψη», λέει. «Το βλέπω και σε μένα, που από έφηβη κιόλας ήμουν ζώο πολιτικό αλλά ουδέποτε κομματικοποιημένο. Δεν ελπίζω σε τίποτε, φοβάμαι τα πάντα. Κι όμως δεν παραδίνομαι. Τις κακές μέρες που αντικρίζω στον καθρέφτη μια μεγάλη, θλιμμένη γυναίκα, λέω "κοριτσάκι μου, δεν είσαι εσύ αυτή" και ξαναβρίσκω, με αγώνα βέβαια, τον εαυτό μου. Αξίζει τον κόπο να παλεύεις να βγεις απ' το σκοτάδι».

Πηγή:  Enet.gr

Σχόλια