Μαύρα κουφέτα (και ο Μπρέζνιεφ)

[...] τι συνέβη και ενώ, από τα σπλάχνα των πανανθρώπινων οραμάτων της Επανάστασης, πρόεκυψε ένα κοινωνικό σύστημα που εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο το υποδέχτηκαν ως τον ελπιδοφόρο προάγγελο του ιδεώδους βασιλείου της ελευθερίας, εκείνο αλυσόδεσε το όραμα και, σε 72 μόλις χρόνια, εξαχρειώθηκε, μεταλλάχθηκε και στάλθηκε στη λαιμητόμο της Ιστορίας [...] Ο συγγραφέαςΙερώνυμος Λύκαρης, αφηγείται στην Κρυσταλία Πατούλη τη δημιουργική εμπειρία της συγγραφής -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του βιβλίου του ...
“Μαύρα κουφέτα“, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Για χρόνια πολλά υπήρξα, ανάμεσα σε άλλα, και επαγγελματίας γραφιάς. Με λίγα μόνο διαλείμματα, πάντα τέτοιος ήμουν. Πότε για πολιτικούς και πότε, αναγκαστικά, για βιοποριστικούς λόγους.
Τα πρώτα δειλά βήματα τα έκανα ως συντάκτης παράνομων προκηρύξεων και  προπαγανδιστικών κειμένων.
Στη συνέχεια αυτοαναγορεύτηκα σε επινοητή συνθημάτων, αρθρογράφο – εκλαϊκευτή  ιδεολογικών στερεοτύπων και πολιτικών γραμμών αλλά και σε συντάκτη (πότε εντεταλμένο  και πότε αυτόκλητο) δημόσιων και εσωκομματικών ομιλιών, κυρίως για λογαριασμό πρωτοκλασάτων στελεχών που βρίσκονταν κάπου ανάμεσα στο πρώτο και δεύτερο  επίπεδο   της κομματικής ιεραρχίας.
Τη λάτρεψα πολύ τη συγγραφή ομιλιών γιατί σχεδόν πάντα, κατάφερνα και περνούσα στα αμφιλεγόμενα και αμφίσημα σημεία της τρέχουσας πολιτικής γραμμής,  διατυπώσεις που προσέγγιζαν περισσότερο στις προσωπικές μου απόψεις.
Όχι ότι είχε και κανένα ιδιαίτερο πρακτικό αποτέλεσμα. Ένα ανούσιο παιχνίδι χαρακωμάτων και πρόσκαιρης συνωμοτικής αυτοϊκανοποίησης ήταν και την ίδια στιγμή μια επίπονη ακροβατική εξάσκηση που μάλλον, τελικά, μου βγήκε σε καλό.
Μέσα από μια  μακρόχρονη διαδικασία αυτοκάθαρσης και πολιτικής αποτοξίνωσης, κατέληξα ότι  η φόρμα του αστυνομικού μυθιστορήματος ήταν αυτή που μου ταίριαζε περισσότερο για να αφηγηθώ τις ιστορίες μου. Στο υπόβαθρο των ιστοριών αυτών εξελίσσονται διάφορα: ίντριγκες, συνομωσίες, προδοσίες, εμφύλιοι στο εσωτερικό αντίπαλων στρατοπέδων, παιχνίδια δύναμης και εξουσίας.
Με τον καιρό γέμισα τα συρτάρια μου με αρκετό υλικό, έτοιμο και ημιτελές. Όταν κυκλοφόρησαν από τις Εκδόσεις Καστανιώτη τα πρώτα Ελληνικά εγκλήματα, μια συλλογή διηγημάτων ελλήνων συγγραφέων αστυνομικής λογοτεχνίας, πήρα τη μεγάλη απόφαση.
Διάλεξα ένα από τα έτοιμα, το Κανένα έλεος για τους καλύτερούς μας φίλους, και το έστειλα στον επιμελητή της σειράς, τον κ. Ανταίο Χρυσοστομίδη. Το διήγημα επιλέχθηκε, ήρθα σε συνεννόηση μαζί του, με βοήθησε να επιλέξω ψευδώνυμο και έτσι έκανα την πρώτη μου εμφάνιση στη συλλογή Ελληνικά εγκλήματα 2.
Ακολούθησαν το Πάσα θανάτου και το Face control, στα  Ελληνικά εγκλήματα 3 και 4 και το 2011 κυκλοφόρησε το πρώτο μου μυθιστόρημα Το ρομάντζο των καθαρμάτωνένα μυθιστόρημα-παρωδία, μια μαύρη κωμωδία που  διαδραματίζεται στα άδυτα του υποκόσμου, της πολιτικής και της πολιτιστικής υποκουλτούρας.
Η αφορμή
Το πρωτογενές υλικό για τα Μαύρα κουφέτα το είχα εναποθέσει για ωρίμανση σε διάφορα τετράδια.
Το εναρκτήριο λάκτισμα για τη συγγραφή του δόθηκε όταν, τριγυρίζοντας στο διαδίκτυο, έπεσα πάνω σε μια φωτογραφία –  φωτομοντάζ:  Σε ένα δωμάτιο φθηνού ξενοδοχείου, μια ολόγυμνη καλλονή,  στέκεται όρθια μπροστά σε ένα καθρέφτη και αντί του ειδώλου της, αντικρίζει το φάντασμα του Μπρέζνιεφ, που με όλα του τα παράσημα καρφιτσωμένα πάνω  στην γκρίζα στολή του Μεγάλου Στρατάρχη, απολαμβάνει τη γύμνια της με ένα βλέμμα διφορούμενο.
Το κορίτσι (μια πόρνη που ο φωτομοντέρ είχε «δανειστεί» από ένα πολωνικό πορνοσάιτ), και ο Μπρέζνιεφ, με διαμεσολαβητή τον καθρέφτη της Ιστορίας,  μου θύμισαν συνειρμικά τη Χέρσα γη.
Πρόκειται για  ένα ολιγοσέλιδο αυτοβιογραφικό, βραβευμένο εννοείται, «λογοτέχνημα» τουΜπρέζνιεφ, που εκδόθηκε το 1979, μια δεκαετία μόλις πριν την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και τη διάλυση του ΚΚΣΕ , στο οποίο περιέγραφε τα ασύλληπτα επιτεύγματα της  σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το διάβασα πάλι μέσα σε λίγες ώρες και αυτό ήταν: Έκλεισα το βιβλίο και  είδα ολόκληρη την  υπόθεση των Μαύρων κουφέτων  να αναδύεται.
Η υπόθεση
Η Όλγα, μια ηλικιωμένη Ρωσίδα, πρώην  καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικών Επιστημών της Μόσχας, αναζητά στην Ελλάδα τη Σόνια, την εξαφανισμένη εγγονή της. Δύο μαθητές της, σκιές του παλιού εαυτού τους, αναλαμβάνουν να την βοηθήσουν.
Οι δύο πρώην σύντροφοι και φίλοι γρήγορα  ανακαλύπτουν ότι η έκπτωτη βασίλισσα της ομορφιάς Σόνια, ζούσε στην Ελλάδα με ένα τυπικό μετά-σοβιετικό άνθος του κακού, τον Μιχαήλ Αντρέγιεφ, τον διαβόητο Λύκο της Μόσχας, που βρέθηκε δολοφονημένος στην Πάφο, έπειτα από υπόδειξη των δολοφόνων του στην ρωσική πρεσβεία της Κύπρου.
Ο Αντρέγιεφ είχε αλλάξει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, είχε ελληνοποιηθεί παράνομα καιεμφανίζονταν στην Ελλάδα ως ευυπόληπτος επενδυτής ρωσικών κεφαλαίων.
Μέσα από συνεχή απρόοπτα, τυφλές συμπτώσεις,  μισές αλήθειες και μισά ψέματα, ψευδώνυμες ταυτότητες και πλαστοπροσωπίες, η αναζήτηση της Σόνιας εξελίσσεται  σε ένα θανάσιμο παιχνίδι παραπλάνησης. Τον ιστό της εξυφαίνουν παρακλάδια της Ρωσικής και Γεωργιανής μαφίας, που δρουν στην Ελλάδα και ελέγχουν κυκλώματα πορνείας, διεφθαρμένοι πολιτικοί και τοπικοί άρχοντες, επίορκοι μπάτσοι και διπλωματικοί υπάλληλοι.
Όλα όσα διαδραματίζονται στο σήμερα,  αποτελούν την  αφορμή για να αφυπνιστεί το  φάντασμα του μεγάλου ερωτηματικού που πλανιέται πάνω από τις ενθυμήσεις του αφηγητή:
τι συνέβη και ενώ, από τα σπλάχνα των πανανθρώπινων οραμάτων της Επανάστασης, πρόεκυψε ένα κοινωνικό σύστημα που εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο το υποδέχτηκαν ως τον ελπιδοφόρο προάγγελο του ιδεώδους βασιλείου της ελευθερίας, εκείνο αλυσόδεσε το όραμα και, σε 72 μόλις χρόνια, εξαχρειώθηκε, μεταλλάχθηκε και στάλθηκε στη λαιμητόμο της Ιστορίας.
Τι δεν είναι και τι είναι τα Μαύρα κουφέτα
Τα Μαύρα κουφέτα δεν είναι ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα. Προσπάθησα να προσδώσω στον κάθε ένα από τους πρωταγωνιστές και τους κομπάρσους του  αντιπροσωπευτικά  συμβολικά χαρακτηριστικά. Όλοι τους είναι πρόσωπα φανταστικά.
Τα Μαύρα κουφέτα δεν είναι μια προσωπική ιστορία ξεκαθαρίσματος λογαριασμών με το παρελθόν. Ούτε η νοσταλγία, ούτε η υποκρισία, ούτε η αποποίηση και το θάψιμό του στα  κατακάθια της μνήμης και της συνείδησής μας μπορούν να μας γλυτώσουν από αυτό.
Το παρελθόν μας υπάρχει όσο υπάρχουμε,  για να μας κατασκοπεύει, να μας καταδιώκει και να μας καθορίζει τελικά το παρόν και το μέλλον μας.
Τα Μαύρα κουφέτα είναι μια ιστορία που μιλάει για την σύνδεση  του μετασοβιετικού οργανωμένου εγκλήματος με το ελληνικό οργανωμένο έγκλημα και την πολιτική και κρατική διαφθορά στην Ελλάδα και την Κύπρο. Για το πώς η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού έπνιξε στο αιματοβαμμένο χρήμα τα Βαλκάνια και τις άλλες καταναλώτριες αγορές προϊόντων και υπηρεσιών εγκλήματος της Δύσης.
Τα Μαύρα κουφέτα είναι μια αισιόδοξη, τελικά, ιστορία, για το αέναο παιχνίδι της διάψευσης των προσδοκιών και της αναπτέρωσης των ελπίδων.
Μπορεί να  έχασαν αυτοί που έπρεπε να χάσουν και να νίκησαν αυτοί που δεν έπρεπε να νικήσουν·μπορεί, στο όνομα ενός ευγενούς σκοπού, να έγιναν  λάθη εγκληματικά που οδήγησαν στο πισωγύρισμα·  μπορεί οι θυσίες για την επιδίωξη ενός δίκαιου σκοπού να μην δικαιολογούν τη διάπραξη άδικων πράξεων,  στο όνομα της επίτευξής του·  μπορεί  το ραγισμένο  καλούπι να έσπασε και το «Γκαβαρίτ Μοσκβί» (σας ομιλεί η Μόσχα),  να μπήκε οριστικά στο λοιμοκαθαρτήριο της Ιστορίας·  μπορεί  οι  ξεπεσμένες  επαναστάσεις να απογοητεύουν και να αποκαρδιώνουν.
Στο τέλος όμως κάθε αποδεδειγμένη  εξαπάτηση  των μεγάλων  ανθρώπινων ουτοπιών λειτουργεί απελευθερωτικά,  αναζωπυρώνει τα όνειρα  μέσα από τις ίδιες τους τις στάχτες, τα ενθαρρύνει και τα παρακινεί στην αντεπίθεση.
Γιατί ο  πόλεμος για το πέρασμα από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίαςσυνεχίζεται. Καθολικός και ανελέητος. Οι κινητήριες ανάγκες των ανθρώπων πάντα θα τους εξεγείρουν και θα τους εμψυχώνουν στην έφοδό τους στον ουρανό με την ηρωική, απεγνωσμένη τρέλα όσων δεν έχουν τίποτα να χάσουν εκτός από τις αλυσίδες τους. Μέχρι που κάποτε θα έλθει το πλήρωμα του χρόνου και ο Σίσυφος θα φτάσει με το βράχο του στην κορυφή και δεν θα ξανακατέβει ποτέ.
Η  άλλη Μόσχα
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ δεν είχα πάει στη Μόσχα. Στην αρχή επειδή δεν ήθελα. Το αίσθημα της προδοσίας και της σύγχυσης με έκανε να αντιδρώ πεισματικά σαν παραπλανημένος στρουθοκάμηλος.  Μετά δεν το επέτρεψαν οι περιστάσεις της ζωής.
Πέρασαν τριάντα δύο χρόνια.  Όταν  ολοκλήρωσα το μυθιστόρημα αισθάνθηκα ότι δεν θα μπορούσα να το αφήσω να φύγει από τα χέρια μου, αν δεν έκανα ένα αποχαιρετιστήριο πέρασμα από τη σημερινή Μόσχα.  Πήγα, έμεινα έναν μήνα και το ολοκλήρωσα υπό την επήρεια μιας γλυκόπικρης νοσταλγίας: όχι για αυτό που αποδείχθηκε ότι ήταν, αλλά για αυτό πίστευα πως ήταν. -

Ο Ιερώνυμος Λύκαρης γεννήθηκε στην Αθήνα. Πήρε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και για πολλά χρόνια υπηρέτησε επαγγελματικά την ιδέα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Κατά καιρούς, έκανε διάφορες σχετικές και άσχετες με το γράψιμο δουλειές, περιπλανήθηκε πολύ σε όλο τον κόσμο και έζησε για χρόνια στην Αυστραλία. Έχει γράψει δύο μυθιστορήματα:Το ρομάντζο των καθαρμάτων (2011) και Μαύρα κουφέτα (2012). Στον δεύτερο τόμο των Ελληνικών Εγκλημάτων (2008) δημοσιεύτηκε το διήγημά του «Κανένα έλεος για τους καλύτερούς μας φίλους», στον τρίτο τόμο (2009) το «Πάσα θανάτου», ενώ στον τέταρτο τόμο (2011) το «Face control».

afigisizois.wordpress.com

Σχόλια