Κάθε χρόνο, εκατό χιλιάδες νέοι άνθρωποι στις ΗΠΑ και άλλοι τόσοι στον υπόλοιπο κόσμο αποφοιτούν με τον μεταπτυχιακό τίτλο του ΜΒΑ. Παράλληλα, οι εργοδότες «ψηφίζουν» υπέρ των ΜΒΑ, δίνοντας προτεραιότητα στους κατόχους του. Έτσι, επιβεβαιώνεται η προσδοκία των νέων ανθρώπων ότι ένα ΜΒΑ αποτελεί σοβαρή και αποδοτική επένδυση που εξασφαλίζει αποδοχές άνω του μέσου όρου. Κάποτε ΜΒΑ πρόσφεραν πολύ λίγα ιδρύματα. Σήμερα δεν υπάρχει πανεπιστήμιο που είτε να μην προσφέρει ΜΒΑ είτε να μην έχει βάλει στα σκαριά ένα τέτοιο πρόγραμμα...
Μπορεί όλοι αυτοί οι οξυδερκείς άνθρωποι να σφάλλουν; Στη στήλη της περασμένης εβδομάδας, βασιζόμενος στο θεωρητικό υπόδειγμα του Michael Spence, επιχειρηματολόγησα για το ότι ένα πτυχίο μπορεί κάλλιστα να αναδειχθεί στο κυρίαρχο μέσο διαμεσολάβησης στην αγορά στελεχών επιχειρήσεων και ας είναι μισανθρωπικό και εκπαιδευτικά άθλιο. Δεν έδειξα ότι κάτι τέτοιο ισχύει με τα ΜΒΑ. Σήμερα επανέρχομαι για να επιχειρηματολογήσω για το ότι (α) το διδακτικό περιεχόμενο των ΜΒΑ είναι «κούφιο» και (β) η κουλτούρα των ΜΒΑ ευθύνεται σε σημαντικό βαθμό για το μέγεθος και την τροπή της παγκόσμιας κρίσης.
ΜΒΑ υπάρχουν δύο ειδών: τα ακριβά ΜΒΑ που προσφέρουν κραταιά ιδρύματα, π.χ. το Harvard Business School, και τα ΜΒΑ-αρπαχτές που προσφέρουν τα υπόλοιπα ιδρύματα, με σκοπό να εκμεταλλευτούν την αγωνία των νέων για δουλειά, πουλώντας τους τον τίτλο του ΜΒΑ άνευ του λογότυπου πανεπιστημίου ολκής, που όντως θα τους εξασφάλιζε μια καλή θέση εργασίας. Με τα ΜΒΑ-αρπαχτές (που διδάσκονται από ανθρώπους οι οποίοι δεν θα έβρισκαν ποτέ οι ίδιοι καλή δουλειά σε μια μεγάλη πολυεθνική) δεν θα ασχοληθώ, καθώς όλοι καταλαβαίνουν ότι πρόκειται για απάτη. Αντίθετα, τα βέλη μου τα «φυλάω» για τα σοβαρά ΜΒΑ.
Ο Russell Ackoff ήταν από τους πρωτοπόρους στη διδασκαλία του μάνατζμεντ στις ΗΠΑ, όπου δίδασκε για χρόνια στο φημισμένο Wharton Business School. Όταν ρωτήθηκε ποια είναι τα οφέλη για τους νέους ανθρώπους από την παρακολούθηση ενός ΜΒΑ, απάντησε: «Τους μαθαίνουμε τρία πράγματα: πρώτον, πώς να μιλούν με αυτοπεποίθηση για πράγματα που δεν καταλαβαίνουν. Δεύτερον, τους προσφέρουμε «αρχές» οι οποίες τους βοηθούν να μην κάμπτονται όταν η πραγματικότητα συγκρούεται με τις απόψεις τους. Τρίτον, τους δίνουμε ένα πτυχίο το οποίο τους ανοίγει την πόρτα σε μια εταιρεία στην οποία μπορεί να μάθουν κάτι περί μάνατζμεντ».
Ο Russell Ackoff ήταν από τους πρωτοπόρους στη διδασκαλία του μάνατζμεντ στις ΗΠΑ, όπου δίδασκε για χρόνια στο φημισμένο Wharton Business School. Όταν ρωτήθηκε ποια είναι τα οφέλη για τους νέους ανθρώπους από την παρακολούθηση ενός ΜΒΑ, απάντησε: «Τους μαθαίνουμε τρία πράγματα: πρώτον, πώς να μιλούν με αυτοπεποίθηση για πράγματα που δεν καταλαβαίνουν. Δεύτερον, τους προσφέρουμε «αρχές» οι οποίες τους βοηθούν να μην κάμπτονται όταν η πραγματικότητα συγκρούεται με τις απόψεις τους. Τρίτον, τους δίνουμε ένα πτυχίο το οποίο τους ανοίγει την πόρτα σε μια εταιρεία στην οποία μπορεί να μάθουν κάτι περί μάνατζμεντ».
Η απάντηση του Ackoff είναι ειρωνική και όλο χιούμορ. Όμως πηγαίνει στην καρδιά του προβλήματος, το οποίο δεν έχει σχέση με την ποιότητα των φοιτητών και αποφοίτων προγραμμάτων ΜΒΑ (άτομα που, αναμφίβολα, είναι στην πλειονότητά τους τετραπέρατα) αλλά με κάτι άλλο, πολύ πιο σημαντικό: με τον τρόπο που επιλέγει η κοινωνία να μορφώσει τη μελλοντική ηγεσία της.
Οι προπαγανδιστές των ΜΒΑ (τα πανεπιστήμια που τα βλέπουν ως τη χήνα που γεννά τα χρυσά αυγά, οι πτυχιούχοι που έχουν έννομο συμφέρον να προστατεύσουν την αξία της «επένδυσής» τους κ.λπ.) αναφέρονται στη σημασία της διδασκαλίας της επιστήμης του μάνατζμεντ, στην ποιότητα των τεχνικών που διδάσκονται, στις κοινωνικές συμβάσεις που οι σπουδές αυτές εμφυσούν στους νέους μάνατζερ. Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική. Όπως επισήμανε ο Henry Mintzberg, καθηγητής Σπουδών Μάνατζμεντ στο Πανεπιστήμιο του McGill, είναι αδύνατον να δημιουργήσεις μάνατζερ στο αμφιθέατρο όσα «επιχειρηματικά παίγνια» και να τους βάλεις να παίξουν, πόσο μάλιστα ηγέτες. Απλώς δεν γίνεται. «Το μάνατζμεντ δεν είναι επιστήμη», συνεχίζει ο Mintzberg, «είναι μια πρακτική τέχνη την οποία διδάσκεσαι πάνω στη δουλειά. Το να ισχυρίζεσαι ότι εκπαιδεύεις άτομα που δεν είναι μάνατζερ πώς να γίνουν μάνατζερ αποτελεί, πολύ απλά, μια τεράστια απάτη. Τους εμφυσάς την ύβρη του "δεν έχω διευθύνει τίποτα, αλλά μπορώ να τα διευθύνω όλα"».
Ο Phillip D. Broughton δούλευε ως ανταποκριτής της βρετανικής «Daily Telegraph» στο Παρίσι. Κάποια στιγμή πήρε δύο χρόνια άδεια για να κάνει το ΜΒΑ του στο Harvard Business School. Η εμπειρία τον συγκλόνισε τόσο που αποφάσισε να γράψει βιβλίο γι' αυτήν. Παραθέτω απόσπασμα: «Στο καλωσόρισμα, δευτεροετής φοιτητής μας έβγαλε λόγο, ξεκινώντας με μια κραυγή: "ΚΕΡΔΙΣΑΤΕΕΕΕ!... Είστε πλέον μέρος της ελίτ και πρέπει να συνηθίσετε σε αυτό!". Πάλεψα άγρια με αυτή την ιδέα. Μου φάνταζε τόσο αυθάδης από τη μεριά της Σχολής και τόσο υποτιμητική για εμάς τους νεοφερμένους. Ήταν σαν να μην είχε σημασία τι είχαμε πετύχει στο παρελθόν ή τι αποφάσεις θα παίρναμε στο μέλλον. Μας έλεγαν πως απλώς και μόνο το ότι μπήκαμε στο Harvard Business School αρκούσε για να γίνουμε μέλη μιας υπερ-τάξης».
Αυτή η νοοτροπία, σύμφωνα με τον Mintzberg, δεν είναι καθόλου άσχετη με την κρίση που ξέσπασε το 2008. Σχολές όπως τα Business Schools των Ηarvard, Wharton, Stanford και MIT φέρουν τεράστια ευθύνη για τη δημιουργία και αναπαραγωγή μιας επιχειρηματικής «ηθικής» που στήριξε και μεγέθυνε τις τοξικές συμπεριφορές, οι οποίες οδήγησαν στην καταστροφή του 2008, τον ζοφερό αντίκτυπο της οποίας ο πλανήτης βιώνει ως και σήμερα. Για τον Mintzberg το πρόβλημα ξεκινά από τον διαχωρισμό μεταξύ εκείνων που γνωρίζουν πραγματικά μια επιχείρηση από εκείνους που έρχονται, ουρανοκατέβατοι, στολισμένοι με το παράσημο ενός ΜΒΑ από το Harvard, για να τη διοικήσουν.
Παλαιότερα, σε μια επιχείρηση όπως η General Motors, για να φτάσει κάποιος να γίνει διευθύνων σύμβουλος ή πρόεδρος, έπρεπε να ανέλθει μέσα από την εταιρεία, να ξεκινήσει εργαζόμενος κοντά στον ιμάντα παραγωγής, να περάσει κάποια χρόνια από τις λογιστικές και διοικητικές υπηρεσίες, το μάρκετινγκ και, μετά από είκοσι χρόνια, αν αποδεικνυόταν καλός στη δουλειά και αφού είχε γνωρίσει στο πετσί του την εταιρεία, να φτάσει σε υψηλή διευθυντική θέση. Η κουλτούρα του ΜΒΑ ανέτρεψε πλήρως αυτήν τη διαδικασία. Ξάφνου, προσλαμβάνονταν νέοι πτυχιούχοι με ΜΒΑ, με μηδενική γνώση της επιχείρησης αλλά άπειρη αυτοπεποίθηση και κάποια «εργαλεία» μεγιστοποίησης της «αξίας» της επιχείρησης υπέρ των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων των μετόχων της.
Κάπως έτσι εταιρείες όπως η General Motors πτώχευσαν το 2008. Οι νέοι μάνατζερ με τα φανταχτερά ΜΒΑ και την έλλειψη γνώσης κι εκτίμησης γι' αυτό που πραγματικά ήταν οι επιχειρήσεις που τους προσέλαβαν τις έστρεψαν στα χρηματοοικονομικά προϊόντα (μετατρέποντας την General Motors σε αποθήκη τοξικών παραγώγων) και μετέφεραν ακόμα και το design (π.χ. η Boeing) των βασικών τους προϊόντων σε ξένες εταιρείες, υποβαθμίζοντας τους δικούς τους σχεδιαστές. Όσο για τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, τα εγκλήματα των μάνατζερ με πτυχίο ΜΒΑ στην Enron, στη Lehman's κ.λπ. είναι πλέον καλά καταγεγραμμένα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτού του είδους την κριτική την ασκούν στην πιο δριμεία μορφή της insiders, π.χ. ο Rakesh Khurana, καθηγητής του... Harvard Business School: «Τους διδάσκαμε ένα μοντέλο ανθρώπινης συμπεριφοράς υπεραπλουστευτικό και εσφαλμένο. Και το χειρότερο: γρήγορα άρχισαν να συμπεριφέρονται σύμφωνα με αυτό! Να θεωρούν αυτονόητους εξωφρενικούς μισθούς και μπόνους. Να απαιτούν από τις εταιρείες να τους "λαδώνουν" με απίστευτα πακέτα μετοχών μόνο και μόνο για να... κάνουν τη δουλειά τους. Σε κανένα άλλο επάγγελμα δεν έχει παρατηρηθεί κάτι ανάλογο. Ευθυνόμαστε σε μεγάλο βαθμό, εμείς οι καθηγητές τους, για ό,τι συνέβη μετά».
Σύντομη βιβλιογραφία
Philip D. Broughton (2008), What they teach you at Harvard Business School: My two years inside the cauldron of capitalism, Λονδίνο, Penguin/Sumantra Ghoshal (2003), «Business Schools share the blame for Enron», «Financial Times», 17 Ιουλίου 2003/Rakesh Khurana (2007), From higher aims to hired hands: The social transformation of American business schools and the unfulfilled promise of management as a profession, Princeton University Press/Henry Mintzberg (2004), Managers not MBAs: A hard look at the soft practice of managing and management development, San Francisco, Berrett-Koehler
Σχόλια