Για τους σαλταδόρους της Κατοχής μιλάμε, ως ιστορική αναφορά, για μια ιδιόμορφη δηλαδή ομάδα παράτολμων νέων μικροκατεργαραίων, που έκαναν «σάλτο-ρεσάλτο» σε καμιόνια, αποθήκες και άλλες γερμανικές εγκαταστάσεις και συναποκόμιζαν ό,τι μπορούσαν και ιδιαίτερα μπιτόνια με συνθετική βενζίνη, ρεζέρβες αυτοκινήτων και άλλα υλικά.
Πολλοί απ' αυτούς έχασαν τη ζωή τους κατά τις παράτολμες «επιχειρήσεις» τους, όπως ο αρχισαλταδόρος ο...Φώντας, που έγινε τραγούδι όταν σκοτώθηκε εκεί «στη στρίψη του Βοτανικού», όπου έκοβαν ταχύτητα τα γερμανικά καμιόνια, δίνοντας ευκαιρία για το ρεσάλτο.
Τα γερμανικά λάφυρά τους τα αποθήκευαν σε ξεροπήγαδα στην περιοχή Ασυρμάτου των Πετραλώνων και σ' αυτά περιλαμβάνονταν ακόμη και νάρκες και όπλα. Και δεν είναι λίγες οι φορές που αυτοί οι «Ρομπέν» των δρόμων μοίραζαν ιταλικές «πανιότες» και γερμανικές κονσέρβες σε παιδιά και οικογένειες που πέθαιναν από την πείνα.
Κατά τούτο, οι σαλταδόροι της Κατοχής δεν είχαν καμιά σχέση και ομοιότητα με τους στυγερούς μαυραγορίτες που πούλαγαν τη μάνα και τον πατέρα τους για να αποκομίσουν χρυσάφι από το αίμα των συμπατριωτών τους. Και όταν κατέρρεε ο Αξονας στην Αφρική... αντιστέκονταν με το σύνθημα «Βάστα Ρόμελ» για να παρατείνουν τη μαύρη αγορά των εγκληματικών συμφερόντων τους....
Συνθέτης Γενίτσαρης Έτος ηχογρ.1945
Πρόκειται για την πρώτη ηχογράφηση του τραγουδιού στις ΗΠΑ, πριν από αυτή του Γενίτσαρη.
«Δεν τη φοβάμαι τη στενή, το ξύλο, την κουμπούρα, βρε
εκείνο που φοβήθηκα είν' η κομαντατούρα.
Όταν περνούν οι Γερμανοί, περνάνε μ' όλο πόζα,
πηδάω στ' αυτοκίνητο και τους τα κλέβω όλα.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
κι έτσι θα ξαναρεφάρω.
Μπενζίνες και πετρέλαια εμείς τα κυνηγάμε,
γιατ' έχουνε πολλά λεφτά και φίνα την περνάμε.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω.
Ζηλεύουνε, δεν θέλουνε ντυμένο να με δούνε,
μπατίρη θέλουν να με δουν, για να φχαριστηθούνε.
Θα σαρτάρω, θα σαρτάρω, βρε
και την τσίκα θα φουμάρω.
Γεια σου Κατσαρέ, γεια σου».
Σχόλια