Το Πατριωτάκι


Να είναι 2009, να δουλεύεις στα ίντερνετς, να βρίσκεσαι στη γραφειάρα σου με με καμιά δεκαριά συναδέλφους, σε ένα πανέμορφο γυάλινο κτήριο με λίμνες και καταράκτες, κι εκεί που κωλοβαράτε στα σοσιαλμίντια έχοντας ανακαλύψει την νέα τρεντιά να πετάς πρόβατα ο ένας στον άλλον, να σκάει ακριβώς πάνω απ΄το κεφάλι σου ένα μεσόκοπο τυπάκι, ύψους μετά βίας 1.50, ντυμένος φύλακας με πλήρη αρματωσιά, να μην είναι γκογκομπόι-κακή-έκπληξη για τα γενέθλιά σου και να κοιτάει...
στραβομουτσουνιασμένος την οθόνη σου κουνώντας το κεφάλι. Και να κάνει γκριμάτσες και να φεύγει και να σταματάει πάνω από κάθε συνάδελφο, να σκύβει το ίδιο νταηλίδικα πάνω απ΄το κεφάλι του και να συνεχίζει την περιπολία.

Το γκλομπ μονίμως στα χέρια, που το έπαιζε ρυθμικά πίσω από την πλάτη και εκείνος, βηματάκι, σκύψιμο πάνω από οθόνη, παίξιμο γκλομπ, γκριμάτσα, βηματάκι. Και το αυτό. Επί δέκα. Και μετά έφευγε. Την πρώτη φορά απορήσαμε. Από τη δεύτερη και μετά, μέχρι να συνέλθουμε από τον επιδαπέδιο χταποδογέλωτα, αυτός είχε προλάβει να κάνει τον γύρο του ορόφου και δώστου πάλι έστριβε στη γωνία. Ίσα που προλάβαινες να πάρεις μια ανάσα και να την κρατήσεις μέχρι να ξαναφύγει. Λογικά, την τρίτη φορά με το που έστριψε φεύγοντας, πρέπει να του πήραμε τ’ αφτιά από τις τσιρίδες οπότε επέστρεψε στο αρχηγείο του, το κλασικό κουβούκλιο φύλακα στην είσοδο του κτηρίου, που ήταν άλλωστε και το σημείο που θα έπρεπε να περιορίζει την αστυφυλακοσύνη του.

Την άλλη μέρα έγινε πιο διαχυτικός. Πάλιουρας κι έτσι. Έσκυβε στην οθόνη σου κι αν είχες μεγάλα βυζιά, αντί για γκριμάτσα, σου ‘σκαγε κάνα χαμογελάκι. Και καλά “νταξ’ ομορφούλα, εσύ δεν κινδυνεύεις” μετάφραση βυζάκια, βυζάκια, βυζάκια. Ή αν η οθόνη ανήκε σε κάποιον με τραγιάσκα, καζάκα, γυαλιά ή οτιδήποτε είχε συνδέσει ο εγκέφαλός του με φύτουκλα ήτοι επαγγελματία χάκερ, έσκυβε συνωμοτικά και έλεγε κάνα προφανώς συνθηματικό “ίντερνετ κάνεις, ε;” ή “γράφεις σάιτς;” Δεν έβγαζες νόημα αλλά και δεν ρίσκαρες να ρωτήσεις ή δεν σε έπαιρνε, γιατί συνήθως ήσουν απασχολημένη να κρύψεις τη μούρη σου, να βουλώσεις στόμα, να ζουμπήξεις νύχια στο γραφείο, να αποφύγεις διασταύρωση ματιού με συνάδελφο, οτιδήποτε τέλος πάντων για να αντέξεις, ενώ οι αδύναμοι έτρεχαν κάθε φορά τουαλέτα με το πιο δεν τρέχει τίποτα βλέμα, που φυσικά στο δαιμόνιο μυαλό του, μεταφραζόταν άνετα σε “όποτε σε βλέπω χέζομαι απ΄το φόβο μου”, γιατί πόσες φορές θα πας τουαλέτα διάολε;

Την τρίτη μέρα του στο γραφείο πλησίασε τον “χάκερ” μας. Ήταν ο μόνος που συνδύαζε όλα τα χαρακτηριστικά του άβγαλτου, συν πουκαμισάκι καρό, συν καζάκα, συν τραγιάσκα. Μαλακομαγνήτης σκέτος. “Δε μου λες” του λέει. “Ίντερνετ” κάνετε εδώ;”. “Ναι”, του λέει ο χάκερ. “Και δε μου λες“ του λέει το λαγωνικό. “Κάνετε και σάιτς, έτσι”; “Ναι, αμέ”, του λέει ο χάκερ. “Και δε μου λες”, του ξαναλέει το λαγωνικό. “Κάνετε και μπλογκς”; “Φυσικά”, του λέει ο χάκερ. Και για να μην να το πάει όλη μέρα μέσω Λαμίας, του προτείνει ο χάκερ “ρε παιδάκι μου, άμα χρειάζεσαι κάτι, δεν τρέχει, ζήτα το και σε βοηθάμε, δεν είναι πρόβλημα”. “Ξέρεις” λέει το λαγωνικό. “Θέλω μια βοήθεια αλλά είναι λίγο... διαφορετικό το μπλογκ μου”. “Τί εννοείς;” του λέει ο χάκερ. “Ε, να. είναι πατριωτικό. Δεν αρέσουν σε πολλούς αυτά που γράφω και δεν θέλω να μαθευτεί”. “Μην ανησυχείς” του λέει ο χάκερ, τρίβοντας δύο καταχθόνια εγκεφαλικά χεράκια. “Να, είναι λίγο ακραίο. Όχι ακραίο δηλαδή, αλλά έτσι μου το λένε. Είμαστε Έλληνες ρε φίλε και κάποιος πρέπει να τα γράψει αυτά που έχουμε κατορθώσει μπας και σηκώσουμε κεφάλι με αυτούς τους ξένους, που έρχονται και μας παίρνουν τις δουλειές και εμείς που χτίσαμε Παρθενώνες και τους μάθαμε τί σημαίνει φιλοσοφία και μαθηματικά... “Ναι μωρέ” του λέει ο χάκερ, “μη σε νοιάζει καθόλου, πες τι θες και στο φτιάχνουμε”. “Ευχαριστώ πολύ φιλαράκι” του λέει έκπληκτο το λαγωνικό. “Γιάννη με λένε. Εσένα;” “Ρεντόν” λέει ο χάκερ. “Ναι, ε; Ε... Ρε... Ρεντόν; Από πού είσαι;” λέει το λαγωνικό. “Αλβανία” του λέει ο χάκερ. “Εεεε... τότε άστο, μάλλον δε θα σου αρέσει το μπλογκ μου”.
Δεν το ξανάδαμε το πατριωτάκι.

Σχόλια