Γράφει η Λιάνα Κανέλλη
Χοντραίνει η βρώμα και η δυσωδία, αλλά και η τρομοκρατία της κρίσης κερδών του αδηφάγου κεφαλαίου. Χοντραίνουν οι εκβιασμοί και τα ψέματα κι είμαστε, σύντροφοι, ακόμα στην αρχή. Τώρα αρχίζουν και ξεμυτίζουν οι νέοι μαυραγορίτες, τόσο παλιοί όσο κι η αγορά της εκμεταλλευτικής του ανθρώπου από άνθρωπο ιδεολογίας.
Στις συνοικίες της Αθήνας - υποθέτω ότι ήδη συμβαίνει και σ' άλλες πόλεις - γέμισαν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων και οι πυλωτές των πολυκατοικιών από φυλλάδια με το εξής «προκατοχικό - κατοχικό» περιεχόμενο: «Αγοράζω τοις μετρητοίς, εδώ και τώρα, κοσμήματα, τιμαλφή, χρυσά δόντια κλπ... τηλ. τάδε».
Σου λέει, στύβονται. Πεινάνε. Φοβούνται. Αρρωσταίνουν ή θα αρρωστήσουν ευκολότερα από πριν. Πού θα πάνε; Στις τράπεζες; Στα ΕΣΠΑ; Στους φτωχούς επίσης συγγενείς; Θα αρχίσουν να ξεπουλάνε τα χρυσαφικά, τις βέρες τους, το ματόχαντρο της μικρής από τα βαφτίσια, τα δόντια του παππού. Σε μένα θα 'ρθουν. Το μαυραγορίτη της γειτονιάς τους. Που κρυβόταν σα δηλητηριώδες μανιτάρι του μικροαστικού καθωσπρεπισμού στη διπλανή πόρτα.
Ωρα για πλιάτσικο. Κι ό,τι προλάβει ο μαυραγορίτης από χρυσαφικό. Γιατί σε λίγο θα πρέπει να διαφεντεύει με δυο τραμπούκους κι έναν κουστουμάτο για μόστρα, τις ουρές των συσσιτίων, τα κουπόνια εργασίας - τροφίμων, ίσως και τα κόλλυβα στα νεκροταφεία.
Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά κι από πίσω ουρά οι μαυραγορίτες, τα τσιράκια. Αντιπρόσωποι του καθρέφτη τους. Καπάτσοι και τόσο χυδαίοι, κυνικοί και φαινομενικά άφοβοι, βγαίνουν παγανιά σαν εργολάβοι του πολιτικού χάροντα και στο τέλος της συναλλαγής με τους ομήρους της ανάγκης, παίζουν και τον ήρωα που «σώζει» το συνάνθρωπο την ώρα της ανάγκης.
Αυτό το πλιάτσικο, απ' αυτά τα καθάρματα, στην ουσία αντιμετωπίζεται μόνο με λαϊκό δικαστήριο κι εκτέλεση επί τόπου. Και το γράφω με επίγνωση, ούσα ορκισμένος εχθρός της θανατικής ποινής. Απλά, σύντροφοι, σε καιρό ειρήνης. Και τώρα έχουμε πόλεμο. Βρώμικο, ταξικό και ανελέητο. Μαζί με μια προπαγάνδα κι ένα ξεθεμέλιωμα κάθε αξιακού συλλογικού κοινωνικού συστήματος που χτίστηκε με αίμα εργαζομένων και θυσίες εργατών.
Αυτή η πλιατσικολογία στην κρίση, η αποκτηνωμένη ψυχαναγκαστική εκμετάλλευση της φτώχειας για κέρδος ζεστό και άμεσο όσο το αίμα, δεν είναι ζήτημα ηθικής. Δεν είναι ζήτημα παραπολιτικής. Δεν είναι ούτε σύμπτωμα, ούτε φαινόμενο. Είναι αποτέλεσμα της συγκεκριμένης κυρίαρχης πολιτικής του καπιταλισμού στο επίπεδο που κατάφερε να φτιάξει μια μάζα ανθρώπων - μαϊμού που βλέπει τη μούρη της στον καθρέφτη και νομίζει ότι είναι αφεντικό.
Απλά, τα μέσα της μαζικής χειραγώγησης έχουν γίνει πολλαπλασιαστής ισχύος αυτής της ξεφτιλισμένης ανθρωπόμαζας. Το πιο εμετικό «θέμα» δελτίου ειδήσεων εδώ και χρόνια, στην εποχή του πλιάτσικου, το είδα προχτές. Ο απαχθείς εφοπλιστής, είπαν κι έδειχαν «δεν αισθάνεται καμιά διάθεση εκδίκησης και τιμωρίας του απαγωγέα του. Τον συγχώρεσε». Απλά κι ο απαγωγέας δήλωσε «αν ήξερα την καλοσύνη σας και το τι άνθρωπος είστε κύριε εφοπλιστά μου, δεν θα σας είχα απαγάγει ποτέ». Ελεος. Αιδώς Αργείοι... Μπλιαχ και ξερατό.
Την ίδια ώρα, οι ναυτεργάτες έκαναν πορεία. Απεργοί που δεν υποχώρησαν σ' εκβιασμούς και δεν τρομοκρατήθηκαν.
Το πλιάτσικο του νου, το πλιάτσικο του διπλανού, το πλιάτσικο του κράτους τους που πνέει τα λοίσθια τρίζει. Σαν τα δόντια του παππού, τα χρυσά, στις τσέπες τους.
Για σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, ώσπου κοράκια και τσιράκια να βρουν τη θέση τους στους υπονόμους.
Πηγή : City press
Χοντραίνει η βρώμα και η δυσωδία, αλλά και η τρομοκρατία της κρίσης κερδών του αδηφάγου κεφαλαίου. Χοντραίνουν οι εκβιασμοί και τα ψέματα κι είμαστε, σύντροφοι, ακόμα στην αρχή. Τώρα αρχίζουν και ξεμυτίζουν οι νέοι μαυραγορίτες, τόσο παλιοί όσο κι η αγορά της εκμεταλλευτικής του ανθρώπου από άνθρωπο ιδεολογίας.
Στις συνοικίες της Αθήνας - υποθέτω ότι ήδη συμβαίνει και σ' άλλες πόλεις - γέμισαν τα παρμπρίζ των αυτοκινήτων και οι πυλωτές των πολυκατοικιών από φυλλάδια με το εξής «προκατοχικό - κατοχικό» περιεχόμενο: «Αγοράζω τοις μετρητοίς, εδώ και τώρα, κοσμήματα, τιμαλφή, χρυσά δόντια κλπ... τηλ. τάδε».
Σου λέει, στύβονται. Πεινάνε. Φοβούνται. Αρρωσταίνουν ή θα αρρωστήσουν ευκολότερα από πριν. Πού θα πάνε; Στις τράπεζες; Στα ΕΣΠΑ; Στους φτωχούς επίσης συγγενείς; Θα αρχίσουν να ξεπουλάνε τα χρυσαφικά, τις βέρες τους, το ματόχαντρο της μικρής από τα βαφτίσια, τα δόντια του παππού. Σε μένα θα 'ρθουν. Το μαυραγορίτη της γειτονιάς τους. Που κρυβόταν σα δηλητηριώδες μανιτάρι του μικροαστικού καθωσπρεπισμού στη διπλανή πόρτα.
Ωρα για πλιάτσικο. Κι ό,τι προλάβει ο μαυραγορίτης από χρυσαφικό. Γιατί σε λίγο θα πρέπει να διαφεντεύει με δυο τραμπούκους κι έναν κουστουμάτο για μόστρα, τις ουρές των συσσιτίων, τα κουπόνια εργασίας - τροφίμων, ίσως και τα κόλλυβα στα νεκροταφεία.
Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά κι από πίσω ουρά οι μαυραγορίτες, τα τσιράκια. Αντιπρόσωποι του καθρέφτη τους. Καπάτσοι και τόσο χυδαίοι, κυνικοί και φαινομενικά άφοβοι, βγαίνουν παγανιά σαν εργολάβοι του πολιτικού χάροντα και στο τέλος της συναλλαγής με τους ομήρους της ανάγκης, παίζουν και τον ήρωα που «σώζει» το συνάνθρωπο την ώρα της ανάγκης.
Αυτό το πλιάτσικο, απ' αυτά τα καθάρματα, στην ουσία αντιμετωπίζεται μόνο με λαϊκό δικαστήριο κι εκτέλεση επί τόπου. Και το γράφω με επίγνωση, ούσα ορκισμένος εχθρός της θανατικής ποινής. Απλά, σύντροφοι, σε καιρό ειρήνης. Και τώρα έχουμε πόλεμο. Βρώμικο, ταξικό και ανελέητο. Μαζί με μια προπαγάνδα κι ένα ξεθεμέλιωμα κάθε αξιακού συλλογικού κοινωνικού συστήματος που χτίστηκε με αίμα εργαζομένων και θυσίες εργατών.
Αυτή η πλιατσικολογία στην κρίση, η αποκτηνωμένη ψυχαναγκαστική εκμετάλλευση της φτώχειας για κέρδος ζεστό και άμεσο όσο το αίμα, δεν είναι ζήτημα ηθικής. Δεν είναι ζήτημα παραπολιτικής. Δεν είναι ούτε σύμπτωμα, ούτε φαινόμενο. Είναι αποτέλεσμα της συγκεκριμένης κυρίαρχης πολιτικής του καπιταλισμού στο επίπεδο που κατάφερε να φτιάξει μια μάζα ανθρώπων - μαϊμού που βλέπει τη μούρη της στον καθρέφτη και νομίζει ότι είναι αφεντικό.
Απλά, τα μέσα της μαζικής χειραγώγησης έχουν γίνει πολλαπλασιαστής ισχύος αυτής της ξεφτιλισμένης ανθρωπόμαζας. Το πιο εμετικό «θέμα» δελτίου ειδήσεων εδώ και χρόνια, στην εποχή του πλιάτσικου, το είδα προχτές. Ο απαχθείς εφοπλιστής, είπαν κι έδειχαν «δεν αισθάνεται καμιά διάθεση εκδίκησης και τιμωρίας του απαγωγέα του. Τον συγχώρεσε». Απλά κι ο απαγωγέας δήλωσε «αν ήξερα την καλοσύνη σας και το τι άνθρωπος είστε κύριε εφοπλιστά μου, δεν θα σας είχα απαγάγει ποτέ». Ελεος. Αιδώς Αργείοι... Μπλιαχ και ξερατό.
Την ίδια ώρα, οι ναυτεργάτες έκαναν πορεία. Απεργοί που δεν υποχώρησαν σ' εκβιασμούς και δεν τρομοκρατήθηκαν.
Το πλιάτσικο του νου, το πλιάτσικο του διπλανού, το πλιάτσικο του κράτους τους που πνέει τα λοίσθια τρίζει. Σαν τα δόντια του παππού, τα χρυσά, στις τσέπες τους.
Για σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους, ώσπου κοράκια και τσιράκια να βρουν τη θέση τους στους υπονόμους.
Πηγή : City press
Σχόλια