Ενώ οι υπερπλούσιοι της Αµερικής αυτοσυγχαίρονται για τις φιλανθρωπικές δωρεές τους αξίας δισεκατοµµυρίων δολαρίων, το υπόλοιπο της χώρας είναι σε χειρότερη κατάσταση από ποτέ. Η µακροπρόθεσµη ανεργία ανεβαίνει και εκατοµµύρια αµερικανοί αγωνίζονται να επιβιώσουν. Το χάσµα µεταξύ πλούσιων και φτωχών είναι ευρύτερο παρά ποτέ και η µεσαία τάξη εξαφανίζεται.
Η Βεντούρα είναι µία µικρή πόλη στις ακτές του Ειρηνικού, περίπου µία ώρα µε το αµάξι βόρεια του Λος Άντζελες. Οι πλαγιές είναι διάστικτες µε πολυτελή σπίτια που έχουν θέα στον ωκεανό, και οι ακτές είναι δηµοφιλείς ανάµεσα στους σέρφερ. Η Βεντούρα είναι σαν να βγήκε από κάποιο παραμύθι για την Καλιφόρνια. «Είναι εύπορο µέρος», λέει ο William Finley, επικεφαλής του τοπικού παραρτήµατος του Στρατού Σωτηρίας. «Αλλά περίπου 20% του πληθυσµού της πόλης διατρέχει αυτό που αποκαλούµε κίνδυνο απώλειας στέγης».
Το περασµένο καλοκαίρι, στη Βεντούρα ξεκίνησε ένα πιλοτικό πρόγραµµα το οποίο διαχειρίζεται ο Finley και επιτρέπει στους ανθρώπους να κοιµούνται στα αµάξια τους µέσα στα όρια της πόλης. Συνήθως αυτό απαγορεύεται, τόσο στη Βεντούρα όσο και στην υπόλοιπη χώρα, όπου οι τοπικές αρχές και οι κάτοικοι ανησυχούν όταν βλέπουν ταλαιπωρηµένα φορτηγάκια γεµάτα µεξικανούς εποχικούς εργάτες παρκαρισµένα σε δρόµους κατοικηµένων περιοχών.
Όμως κάποια στιγµή στην αρχή της περσινής χρονιάς, κάτοικοι της Βεντούρα συνειδητοποίησαν πως τα αµάξια που στέκονταν παρκαρισµένα µπροστά από τους κήπους τους το βράδυ δεν ήταν ερείπια αλλά καλοδιατηρηµένα στέισον-βάγκον και χάτσµπακ. Και οι άνθρωποι που κοιµούνταν µέσα δεν ήταν εργάτες σε φάρµες ούτε και άστεγοι, αλλά οι πρώην γείτονές τους.
Και ο ίδιος ο Finley παρατήρησε κάποια αλλαγή. Ξαφνικά, διπλασιάστηκε ο αριθµός ανθρώπων που εµφανίζονταν στο πρόγραµµα δωρεάν γευµάτων του οργανισµού κοινωνικής βοήθειας. Μερικοί έρχονταν ακόµη και µε BMW -διστάζοντας, κατά τα φαινόµενα, να αποχωριστούν τα αµάξια που τους θύµιζαν καλύτερες εποχές.
Ο Finley τους αποκαλεί “νεόφτωχους”. «Νοµίζω ότι αυτό που βλέπουµε είναι µία νέα κατηγορία ανθρώπων», λέει. «Είναι άνθρωποι που ούτε στην πιο τρελή τους φαντασία δεν σκέφτηκαν ότι θα µπορούσαν να είναι άστεγοι». Είναι άνθρωποι που είχαν αρκετά λεφτά – σε κάποιες περιπτώσεις ακόµη και πολλά λεφτά – µέχρι πρόσφατα.
«Η εικόνα του τι είναι φτωχός δεν περνάει στην σηµερινή εποχή. Όταν ήµουν παιδί, ένας φτωχός – και µεγαλώσαµε ως αρκετά φτωχοί – οδηγούσε αµάξι δεκαετίας που πιθανά είχε µερικές λακούβες. Ξέρεις: υπήρχε ένα αµάξι για όλη την οικογένεια και τρεφόσουν από κάποια τράπεζα φαγητού», λέει ο Finley. «Στο παρελθόν, έβγαινες από τη φτώχεια και ξεκινούσες το ανοδικό σου ταξίδι».
Ο αµερικανικός τρόπος ζωής οδεύει στην αντίθετη κατεύθυνση
Αυτός ήταν ο αµερικανικός τρόπος ζωής, ένα µονοπάτι που ακολουθήθηκε από εκατοµµύρια κόσµο. «Σήµερα, η εικόνα είναι ότι βλέπεις αυτοκίνητα τελευταίο
µοντέλο, που κόστισαν σε κάποιον 40-50 χιλιάδες, ο οποίος τώρα πια είναι σε αδιέξοδο και ζει από τράπεζες τροφίμων. Και για πολλούς, είναι δύσκολο να καταπιούν την περηφάνεια τους», λέει ο Finley.
Σήµερα, ο αµερικανικός τρόπος ζωής συχνά έχει αντίθετη φορά: καθοδική.
Για κάποιο διάστηµα, η Αµερική φαινόταν να έχει αναδυθεί σχετικά αλώβητη από τη χειρότερη οικονοµική κρίση των τελευταίων δεκαετιών – µε ανανεωµένο σφρίγος και ενέργεια – όπως είχε κάνει και στον απόηχο παλαιότερων κρίσεων.
Η κυβέρνηση ανακοίνωνε στοιχεία για εκ νέου οικονοµική ανάπτυξη ήδη από το περασµένο φθινόπωρο, πολύ νωρίτερα του αναµενόµενου. Οι τράπεζες, καταδικασµένες µέχρι πρόσφατα, επέστρεψαν στην κερδοφορία δισεκατοµµυρίων. Πανεθνικά, εταιρείες ανακοινώνουν ισχυρή ανάπτυξη, και το χρηµατιστήριο επέστρεψε στα προ-κρίσης επίπεδα. Ακόµη και ο αριθµός των δισεκατοµµυριούχων µεγάλωσε κατά ένα υγιές 17% το 2009.
Λίγες βδοµάδες νωρίτερα, ο ιδρυτής της Microsoft, Bill Gates, και 40 ακόµη δισεκατοµµυριούχοι υποσχέθηκαν να δωρίσουν τουλάχιστον τις µισές τους περιουσίες σε φιλανθρωπίες, είτε όσο είναι ακόµη εν ζωή είτε µετά θάνατον. Είναι η Αµερική µία χώρα τόσο ευλογηµένη µε πλούτο που µπορεί να δωρίζει δισεκατοµµύρια, τόσο απλά;
Διογκούµενη αγανάκτηση
Η κίνηση του Gates θα µπορούσε να ερµηνευτεί και ως καµπάνια δηµοσίων σχέσεων, σε µία χώρα στην οποία οι υπερπλούσιοι αντιλαµβάνονται ότι αν και επωφελούνται της κρίσης -όπως και αναµενόταν, ο αριθµός των ανθρώπων που επηρεάστηκαν αρνητικά από αυτήν έχει αυξηθεί ραγδαία. Αντιλαµβάνονται επίσης ότι υπάρχει διογκούµενη αγανάκτηση που στρέφεται εναντίον αυτών στην κορυφή.
Για ανθρώπους στα χαµηλότερα οικονοµικά στρώµατα, η ανάκαµψη ήδη φαίνεται να πνέει τα λοίσθια. Κάποιοι ειδικοί φοβούνται ότι η αµερικανική οικονοµία θα µπορούσε να παραµείνει ασθενής για πολλά ακόµη χρόνια. Και παρά τα πολυπληθή προγράµµατα κυβερνητικής βοήθειας, η µικρή ποσότητα ελπίδας που δηµιουργούν δεν έχει ακόµη γίνει αισθητή στο κοινό. Τουναντίον: για πολύ κόσµο τα πράγµατα ακόµη ακολουθούν δραµατικά καθοδική πορεία.
Σύµφωνα µε µία πρόσφατη δηµοσκόπηση, το 70% των αµερικανών πιστεύουν ότι η συρρίκνωση της οικονοµίας είναι ακόµη εν εξελίξει. Και αυτήν τη φορά δεν είναι µόνο οι φτωχοί που χτυπήθηκαν ιδιαίτερα σκληρά, όπως συµβαίνει συνήθως κατά τη διάρκεια οικονοµικής συρρίκνωσης.
Αυτή τη φορά, η συρρίκνωση επηρεάζει και ανθρώπους με υψηλή μόρφωση, που µέχρι τώρα έβγαζαν επαρκώς τα προς το ζην. Αυτοί οι άνθρωποι, που θεωρούν εαυτούς ως στέρεο κοµµάτι της µεσαίας τάξης, τώρα αισθάνονται να απειλούνται περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία της χώρας. Τέσσερις στους 10 αµερικανούς που θεωρούν εαυτόν µέλος αυτής της τάξης πιστεύουν ότι θα είναι ανίκανοι να διατηρήσουν την κοινωνική τους θέση.
Η ανεργία επιµένει
Σε πρόσφατο κεντρικό άρθρο με τίτλο “Αντίο, µεσαία τάξη” η New York Post παρουσίασε στους αναγνώστες της «25 στατιστικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η µεσαία τάξη εξαλείφεται συστηµατικά στην Αµερική». Την περασµένη βδοµάδα, η κορυφαία ιντερντετική αρθρογράφος Arianna Huffington (The Huffington Post) προειδοποίησε σχεδόν αποκαλυπτικά ότι «η Αµερική κινδυνεύει να γίνει τριτοκοσµική χώρα».
Στην πραγµατικότητα, οι ΗΠΑ, στον απόηχο µίας κτηµατοµεσιτικής, χρηµατοπιστωτικής, οικονοµικής και πιο πρόσφατα μιας κρίσης χρέους, την οποία ακόµη δεν ξεπέρασαν, απειλούνται από µία κοινωνική εποχή παγετώνων µεγαλύτερης σοβαρότητας από οτιδήποτε άλλο µετά το Κραχ.
Οι ΗΠΑ αντιµετωπίζουν το πρόβληµα της µακροπρόθεσµης ανεργίας για πρώτη φορά µετά τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο. Ο αριθµός των µακροπρόθεσµα ανέργων είναι ήδη 3 φορές ψηλότερος από οποιαδήποτε άλλη εποχή κρίσης στο παρελθόν, και ακόµη ανεβαίνει.
Περισσότερο από ένα χρόνο µετά το επίσηµο τέλος της οικονοµικής συρρίκνωσης, το συνολικό ποσοστό ανεργίας επιµένει να βρίσκεται σταθερά πάνω από το 9,5%. Αυτό, όµως, είναι µόνο το επίσηµο ποσοστό. Αναθεωρούµενο ώστε να συµπεριλάβει ανθρώπους που ήδη εγκατέλειψαν την προσπάθεια να βρουν δουλειά ή αυτούς που µετά βίας τα βγάζουν πέρα µε τα λίγες εκατοντάδες δολάρια που κερδίζουν µε µερική απασχόληση και µε το να ξοδεύουν τις οικονοµίες τους, το πραγµατικό ποσοστό ανεργίας εκτινάσσεται σε πάνω από 17%.
Στην τελευταία του ετήσια έκθεση, το αµερικανικό Υπουργείο Γεωργίας σηµειώνει ότι η “διατροφική ανασφάλεια” αυξάνεται και ότι, κάποια στιγµή τον τελευταίο χρόνο, 50 εκατοµµύρια αµερικανοί δεν µπορούσαν να αγοράσουν αρκετό φαγητό ώστε να παραµείνουν υγιείς. Ένας στους οκτώ αµερικανούς ενήλικες και ένα στα τέσσερα παιδιά επιβιώνουν τώρα πια χάρη στο κυβερνητικό πρόγραµµα κουπονιών διατροφής. Αυτοί οι αριθµοί είναι απλά απίστευτοι όταν αναφέρονται στο πλουσιότερο έθνος του κόσµου.
Ακόµη πιο ανησυχυτικό είναι το ότι η Αµερική, που πάντα χαρακτηριζόταν από την ακλόνητη πίστη της στο Αµερικάνικο Όνειρο και την πεποίθησή της ότι ο καθένας -ακόµη και αυτοί στον απόλυτο πάτο- µπορεί να αναρριχηθεί στην κορυφή, αρχίζει να χάνει τη διάσηµη αισιοδοξία της. Σύµφωνα µε πρόσφατα στοιχεία, µία σηµαντική µειοψηφία των αµερικανών πιστεύουν πια πως τα παιδιά τους θα περάσουν χειρότερα από ό,τι οι ίδιοι.
Πολλοί αμερικανοί συνειδητοποιούν σιγά-σιγά ότι το Αµερικάνικο Όνειρο αποδείχθηκε περισσότερο εφιάλτης για τους ίδιους. Αντιµετωπίζουν µία πικρή πραγµατικότητα µε ολοένα και λιγότερες δουλειές, δεκαετίες λιµνασµένων µισθών και δραµατικές αυξήσεις στις ανισότητες. Μόνο τους τελευταίους µήνες, και ενώ η οικονοµία αναπτύχθηκε αλλά οι δουλειές δεν επαναδηµιουργήθηκαν, ενώ τα κέρδη επέστρεψαν αλλά οι δείκτες φτώχειας ανέβαιναν βδοµάδα τη βδοµάδα, η χώρα φαίνεται να έχει αναγνωρίσει ότι παλεύει µε µια βαθιά θρονιασµένη δοµική κρίση που φούσκωνε για χρόνια. Όπως γράφει η Washington Post, η χρηµατοπιστωτική κρίση ήταν απλά η τελευταία στροφή – προς το χειρότερο.
Πού πήγαν τόσα λεφτά;
Η έκρηξη των δεικτών του χρηµατιστήριου και του κτηµατοµεσιτικού τοµέα, όπως και το ξέφρενο δανειοληπτικό όργιο της χώρας και ο ευρύς καταναλωτισµός, απέκρυψαν επί µακρόν το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αµερικανών δεν αποκόµισε πρακτικά κανένα όφελος από 30 χρόνια οικονοµικής ανάπτυξης. Το 1978, το µέσο κατά κεφαλή εισόδηµα για τους άντρες στις ΗΠΑ ήταν 45,879 δολάρια (περίπου 35,570€). Το 2007, και µετά την τιµαριθµική αναπροσαρµογή, το εισόδηµα αυτό ήταν 45,113 δολάρια (35,051€).
Πού πήγαν όλα τα λεφτά; Πού πήγαν τα τεράστια κέρδη της αγοράς και τα εταιρικά κέρδη, όσα κερδήθηκαν από την έκρηξη στις χρηµατοπιστωτικές αγορές και η αύξηση κατά 110% στο ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια; Πήγαν σε όσους είχαν πάντα περισσότερα από όσα χρειάζονταν.
Ενώ το 90% των αµερικανών έχουν δει µόνο µικρές αυξήσεις στα εισοδήµατα τους από το 1973, τα εισοδήµατα αυτών στα ανώτατα κλιµάκια σχεδόν τριπλασιάστηκαν. Το 1979, το ένα τρίτο των κερδών που παρήγαγε η χώρα πήγαινε στο πλουσιότερο 1% της αµερικάνικης κοινωνίας. Σήµερα, αυτό συµβαίνει σχεδόν µε το 60%. Το 1950, ο µέσος εταιρικός CEO κέρδιζε 30 φορές περισσότερα από έναν απλό εργάτη. Σήµερα, κερδίζει 300 φορές περισσότερα. Το 1% των αµερικανών κατέχουν το 37% του συνολικού εθνικού πλούτου.
Οι εισοδηµατικές ανισότητες στις ΗΠΑ είναι µεγαλύτερες σήµερα από τη δεκαετία του ’20, µε τη διαφορά ότι µέχρι πρότινος κανείς δε διαµαρτυρόταν.
Λίγες οι προοπτικές για το Αµερικάνικο Όνειρο
Στην Αµερική, η ελεύθερη αγορά βασιλεύει και το φταίξιµο για τα χαµηλά εισοδήµατα κάποιων αποδίδεται στους ίδιους. Όσοι κερδίζουν πολλά λεφτά χειροκροτούνται – και γίνονται παραδείγµατα προς µίµηση. Το µόνο πρόβληµα είναι ότι οι αµερικανοί έχουν επι µακρόν παραβλέψει το γεγονός ότι το Αµερικάνικο Όνειρο γινόταν πραγµατικότητα για ολοένα και λιγότερους ανθρώπους.
Με βάση τα στατιστικά στοιχεία, οι λιγότερο πλούσιοι αµερικανοί έχουν 4% πιθανότητα να ενταχθούν στην ανώτερη µεσαία τάξη -χαµηλότερο ποσοστό από σχεδον κάθε άλλο αναπτυγµένο κράτος.
Μέχρι τώρα, οι πολιτικοί απέτυχαν να βρουν λύσεις για τη διογκούµενη κοινωνική κρίση. Η Ουάσιγκτον ακόμη περιµένει µια ανάκαµψη στην αγορά εργασίας που όμως δεν έρχεται. Ο πρόεδρος Barack Obama και η κυβέρνησή του φαίνεται να ποντάρουν στην ιδέα ότι, εν τέλει, οι αµερικανοί θα σωθούν µε το να πιαστούν από τα µαλλιά τους -κατά προτίµηση κάνοντας ό,τι έκαναν πάντα: ξοδεύοντας χρήµατα. Η εγχώρια κατανάλωση αντιστοιχεί στα δύο τρίτα της εγχώριας οικονοµικής δραστηριότητας.
Αλλά ενώ ο πρόεδρος του Οµοσπονδιακού Αποθεµατικού Ταµείου, Ben Bernanke, συνεχίζει να ρίχνει χρήµατα στην αγορά, ακόμα και αν το έλλειµµα έχει φτάσει στο δυσθεώρητο ύψος των 1,4 τρισεκατοµµυρίων δολλαρίων, αυτές οι προσπάθειες παραµένουν αναποτελεσµατικές.
«Τα φώτα σβήνουν σε όλη την Αµερική», έγραψε ο νοµπελίστας οικονοµικών Paul Krugman αρχές του Αυγούστου, για να περιγράψει στην συνέχεια κοινότητες που δεν µπορούσαν πια να συντηρήσουν τους δρόµους τους.
Το πρόβληµα είναι ότι πολλοί αµερικανοί δεν µπορούν πια να ξοδέψουν χρήµατα σε καναταλωτικά αγαθά, γιατί δεν έχουν αποταµιεύσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα σπίτια τους έχασαν τη µισή τους αξία. Δεν µπορούν πια να πάρουν δάνεια µε χαµηλά επιτόκια. Βγάζουν λιγότερα χρήµατα από πριν ή είναι άνεργοι. Αυτό, µε την σειρά του, µειώνει ή εξαλείφει την ικανότητα τους να πληρώσουν φόρους.
Σβήνοντας τα φώτα
Σαν αποτέλεσµα, πολλές πολιτειακές και τοπικές αρχές αντιµετωπίζουν τεράστια ελλείµµατα. Στη Χαβάη, για παράδειγµα, τα σχολεία κλείνουν κάποιες Παρασκευές ώστε να αποταµιεύσει λεφτά η πολιτεία. Μία κοµητεία στην Georgia διέκοψε τα δροµολόγια όλων των δηµοσίων αστικών λεοφωρείων. Το Κολοράντο Σπρίνγκς, µία πόλη 380.000 ανθρώπων, κρατάει κλειστό το ένα τρίτο των λαµπτήρων δρόµου για να µειώσει τα έξοδα ηλεκτρικού.
Στον απόηχο της χρηµατοπιστωτικής κρίσης, υπάρχουν πολλές ανακολουθίες στην Αµερική. Από τη µία, το Οµοσπονδιακό Αποθεµατικό Ταµείο τυπώνει συνεχώς χρήµα, και η κυβέρνηση ξόδεψε 182 δισεκατοµµύρια για να διασώσει µία και µόνη εταιρεία, την γιγαντιαία ασφαλιστική AIG. Από την άλλη, τα φώτα όντως σβήνουν σε κάποιες περιοχές, επειδή η Ουάσιγκτον δεν είναι διατεθειµένη να βοηθήσει οικονοµικά τις τοπικές αρχές, προβάλλοντας ως λόγο την ανάγκη να µειωθούν τα έξοδα. «Η Αµερική βρίσκεται πια στον αφώτιστο, κακοτράχαλο δρόµο προς το πουθενά», προειδοποιεί ο οικονοµολόγος Krugman.
Η Chanelle Sabedra έχει πάρει ήδη αυτό τον δρόµο. Ο σύζυγός της και η ίδια κοιµούνται στο αµάξι τους σχεδόν εδώ και τρεις βδοµάδες. «Δεν το φανταστήκαµε αυτό, ποτέ των ποτών», λέει η Sabedra. Την πιάνουν τα κλάµατα. «Είµαι ενήλικη, µπορώ να φροντίσω τον εαυτό µου µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και το ίδιο ισχύει για τον σύζυγό µου, αλλά (τα παιδιά µου) είναι πολύ µικρά για να περνούν τέτοιες καταστάσεις». Έχει τρία παιδιά – εννέα, πέντε και τεσσάρων χρόνων.
«Είχαµε ένα σπίτι πιο νότια, στο Σαν Μπερναρντίνο», λέει η Sabedra. Ο σύζυγός της έχασε τη δουλειά του ως χτίστης προκατασκευασµένων κατοικιών τον Ιούλιο του 2009. Ο παροχέας φυσικού αερίου διέκοψε την παροχή. «Βράζαµε νερό στα κάρβουνα για να µπανιαρίσουµε τα παιδιά µας», λέει. Αδυνατώντας πια να πληρώσουν το νοίκι, η οικογένεια Sabedra υπέστη έξωση τον Αύγουστο.
Φίλοι και συγγενείς είχαν ελάχιστα µέσα για να τους βοηθήσουν. Τώρα ζουν σε ένα δωµάτιο για άστεγους του Στρατού Σωτηρίας στο κέντρο της Βεντούρα, που το διαχειρίζεται ο Finley.
Η απότοµη βουτιά στην απώλεια στέγης είναι δύσκολο να κατανοηθεί ως κατάσταση, δοθεισών των εικόνων της Αµερικής που είµαστε συνηθισµένοι να βλέπουµε σε τηλεοπτικές σειρές και ταινίες. Απεικονίζουν πάντοτε σπίτια µε καλοδιατηρηµένες αυλές και διθέσια γκαράζ µε μπασκέτα στην είσοδο. Αυτή η Αµερική υπάρχει ακόµη, αλλά συρρικνώνεται. Και συχνά όσοι ακόµη κρατούν την ψευδαίσθηση ζωντανή, με δυσκολία βρίσκουν τα χρήματα για να το καταφέρουν.
Οι αµερικανοί αντιπαλεύουν το αυξανόµενο κόστος ζωής εδώ και 20 χρόνια. Στην αρχή της δεκαετίας, µία οικογένεια πλήρωνε ήδη τα διπλά για την ιατροφαρµακευτική περίθαλψη και τις υποθήκες της, σε σχέση με την προηγούµενη γενιά.
«Για να τα καταφέρουν, εκατοµµύρια οικογένειες έστειλαν και τον δεύτερο γονιό να δουλέψει», λέει η καθηγήτρια του Harvard Elizabeth Warren, την οποία ο πρόεδρος Obama διόρισε πρόεδρο της επιτροπής του Κογκρέσου που επιβλέπει το κυβερνητικό πρόγραµµα διάσωσης των τραπεζών. Σύµφωνα µε την ίδια, η µέση οικογένεια έχει ξοδέψει ολοκληρωτικά το εισόδηµά της όσο και τις οικονοµίες της «για να µείνει µε το κεφάλι έξω από το νερό για λίγο ακόµη».
Περιδινούµενο χρέος
Καθώς δεν είχαν αποταµιεύσεις, οι αµερικανοί κατέφυγαν στο δανεισµό για να καλύψουν τα υπόλοιπα έξοδά τους, συµπεριλαµβανοµένων της εκπαίδευσης, της περίθαλψης και της κατανάλωσης. Το καταναλωτικό έλλειµµα των αµερικάνων έχει φτάσει πια τα 13,5 τρισεκατοµµύρια δολάρια.
Πολλοί αντιµετωπίζουν μια ασφυκτική κατάσταση κάτω από το φορτίο του χρέους τους. Περίπου το 61% των αµερικανών δεν έχουν κανένα αποθεµατικό και ξοδεύουν κάθε µήνα όλο το µισθό τους. Ακόµη και κάτι τόσο µικρό όσο ένα και µοναδικό ιατρικό έξοδο έχει τη δυνατότητα να τους καταστρέψει οικονοµικά.
Ο σύζυγος της Chanelle Sabedra βρήκε άλλη δουλειά, αυτήν τη φορά σαν εργάτης σε αποθήκη εταιρίας που φτιάχνει τουρµπίνες για αεροσκάφη. Αλλά δεν κερδίζει αρκετά για να βγάλει την οικογένειά του από την στέγη άστεγων. «Δεν έχω βρει ακόµη καινούργια δουλειά», λέει η Sabedra. Η δουλειά του συζύγου της δεν αποφέρει αρκετά, και το ζευγάρι έχει ενταχθεί πια στις διογκούµενες τάξεις των εργαζόµενων φτωχών, για τους οποίους ακόµη και δύο χαµηλόµισθες δουλειές δεν επαρκούν για να θρέψουν τις οικογένειές τους. «Χρειαζόµαστε τον δεύτερο µισθό», αναφέρει η Sabedra. «Για το µωρό και µόνο χρειαζόμαστε 600 δολάρια/µήνα για ηµι-παραµονή σε βρεφονηπιακό σταθµό».
Στην Αµερική πριν την ύφεση, η ίδια και ο σύζυγός της θα είχαν δύο δουλειές ο καθένας για να τα βγάλουν πέρα. Θα ήταν ταµίες στο Wal-Mart κατά τη διάρκεια της ηµέρας, ψήστες στο McDonald’s νωρίς το βράδυ και ίσως και να περνούσαν τη µισή νύχτα δουλεύοντας ως νυχτοφύλακες ή καθαρίζοντας κτίρια. Όλες αυτές οι δουλειές είναι χαµηλόµισθες και µετά βίας µπορούν να ονοµαστούν καριέρες, αλλά το συνολικό εισόδηµα είναι συνήθως αρκετό για να κρατήσει µία οικογένεια µε το κεφάλι έξω από το νερό. Στην Αµερική πριν την ύφεση, η ζωή της Chanelle Sabedra δεν ήταν πολυτελής, αλλά ήταν εφικτή εάν ήταν διατεθειµένοι να δουλέψουν αρκετά σκληρά και να θυσιάσουν αρκετό µέρος των ζωών τους για να µη βουλιάξουν.
Τι είδους δουλειά ψάχνει τώρα; «Αυτή την στιγµή, για οτιδήποτε. Ψάχνω κυρίως για θέσεις πωλήτριας ή ακόµη και οτιδήποτε για να ξεκινήσω. Αλλά απλά δεν υπάρχει τίποτα», λέει η Sabedra.
Άρθρο του Thomas Schulz στο Der Spiegel
Η Βεντούρα είναι µία µικρή πόλη στις ακτές του Ειρηνικού, περίπου µία ώρα µε το αµάξι βόρεια του Λος Άντζελες. Οι πλαγιές είναι διάστικτες µε πολυτελή σπίτια που έχουν θέα στον ωκεανό, και οι ακτές είναι δηµοφιλείς ανάµεσα στους σέρφερ. Η Βεντούρα είναι σαν να βγήκε από κάποιο παραμύθι για την Καλιφόρνια. «Είναι εύπορο µέρος», λέει ο William Finley, επικεφαλής του τοπικού παραρτήµατος του Στρατού Σωτηρίας. «Αλλά περίπου 20% του πληθυσµού της πόλης διατρέχει αυτό που αποκαλούµε κίνδυνο απώλειας στέγης».
Το περασµένο καλοκαίρι, στη Βεντούρα ξεκίνησε ένα πιλοτικό πρόγραµµα το οποίο διαχειρίζεται ο Finley και επιτρέπει στους ανθρώπους να κοιµούνται στα αµάξια τους µέσα στα όρια της πόλης. Συνήθως αυτό απαγορεύεται, τόσο στη Βεντούρα όσο και στην υπόλοιπη χώρα, όπου οι τοπικές αρχές και οι κάτοικοι ανησυχούν όταν βλέπουν ταλαιπωρηµένα φορτηγάκια γεµάτα µεξικανούς εποχικούς εργάτες παρκαρισµένα σε δρόµους κατοικηµένων περιοχών.
Όμως κάποια στιγµή στην αρχή της περσινής χρονιάς, κάτοικοι της Βεντούρα συνειδητοποίησαν πως τα αµάξια που στέκονταν παρκαρισµένα µπροστά από τους κήπους τους το βράδυ δεν ήταν ερείπια αλλά καλοδιατηρηµένα στέισον-βάγκον και χάτσµπακ. Και οι άνθρωποι που κοιµούνταν µέσα δεν ήταν εργάτες σε φάρµες ούτε και άστεγοι, αλλά οι πρώην γείτονές τους.
Και ο ίδιος ο Finley παρατήρησε κάποια αλλαγή. Ξαφνικά, διπλασιάστηκε ο αριθµός ανθρώπων που εµφανίζονταν στο πρόγραµµα δωρεάν γευµάτων του οργανισµού κοινωνικής βοήθειας. Μερικοί έρχονταν ακόµη και µε BMW -διστάζοντας, κατά τα φαινόµενα, να αποχωριστούν τα αµάξια που τους θύµιζαν καλύτερες εποχές.
Ο Finley τους αποκαλεί “νεόφτωχους”. «Νοµίζω ότι αυτό που βλέπουµε είναι µία νέα κατηγορία ανθρώπων», λέει. «Είναι άνθρωποι που ούτε στην πιο τρελή τους φαντασία δεν σκέφτηκαν ότι θα µπορούσαν να είναι άστεγοι». Είναι άνθρωποι που είχαν αρκετά λεφτά – σε κάποιες περιπτώσεις ακόµη και πολλά λεφτά – µέχρι πρόσφατα.
«Η εικόνα του τι είναι φτωχός δεν περνάει στην σηµερινή εποχή. Όταν ήµουν παιδί, ένας φτωχός – και µεγαλώσαµε ως αρκετά φτωχοί – οδηγούσε αµάξι δεκαετίας που πιθανά είχε µερικές λακούβες. Ξέρεις: υπήρχε ένα αµάξι για όλη την οικογένεια και τρεφόσουν από κάποια τράπεζα φαγητού», λέει ο Finley. «Στο παρελθόν, έβγαινες από τη φτώχεια και ξεκινούσες το ανοδικό σου ταξίδι».
Ο αµερικανικός τρόπος ζωής οδεύει στην αντίθετη κατεύθυνση
Αυτός ήταν ο αµερικανικός τρόπος ζωής, ένα µονοπάτι που ακολουθήθηκε από εκατοµµύρια κόσµο. «Σήµερα, η εικόνα είναι ότι βλέπεις αυτοκίνητα τελευταίο
µοντέλο, που κόστισαν σε κάποιον 40-50 χιλιάδες, ο οποίος τώρα πια είναι σε αδιέξοδο και ζει από τράπεζες τροφίμων. Και για πολλούς, είναι δύσκολο να καταπιούν την περηφάνεια τους», λέει ο Finley.
Σήµερα, ο αµερικανικός τρόπος ζωής συχνά έχει αντίθετη φορά: καθοδική.
Για κάποιο διάστηµα, η Αµερική φαινόταν να έχει αναδυθεί σχετικά αλώβητη από τη χειρότερη οικονοµική κρίση των τελευταίων δεκαετιών – µε ανανεωµένο σφρίγος και ενέργεια – όπως είχε κάνει και στον απόηχο παλαιότερων κρίσεων.
Η κυβέρνηση ανακοίνωνε στοιχεία για εκ νέου οικονοµική ανάπτυξη ήδη από το περασµένο φθινόπωρο, πολύ νωρίτερα του αναµενόµενου. Οι τράπεζες, καταδικασµένες µέχρι πρόσφατα, επέστρεψαν στην κερδοφορία δισεκατοµµυρίων. Πανεθνικά, εταιρείες ανακοινώνουν ισχυρή ανάπτυξη, και το χρηµατιστήριο επέστρεψε στα προ-κρίσης επίπεδα. Ακόµη και ο αριθµός των δισεκατοµµυριούχων µεγάλωσε κατά ένα υγιές 17% το 2009.
Λίγες βδοµάδες νωρίτερα, ο ιδρυτής της Microsoft, Bill Gates, και 40 ακόµη δισεκατοµµυριούχοι υποσχέθηκαν να δωρίσουν τουλάχιστον τις µισές τους περιουσίες σε φιλανθρωπίες, είτε όσο είναι ακόµη εν ζωή είτε µετά θάνατον. Είναι η Αµερική µία χώρα τόσο ευλογηµένη µε πλούτο που µπορεί να δωρίζει δισεκατοµµύρια, τόσο απλά;
Διογκούµενη αγανάκτηση
Η κίνηση του Gates θα µπορούσε να ερµηνευτεί και ως καµπάνια δηµοσίων σχέσεων, σε µία χώρα στην οποία οι υπερπλούσιοι αντιλαµβάνονται ότι αν και επωφελούνται της κρίσης -όπως και αναµενόταν, ο αριθµός των ανθρώπων που επηρεάστηκαν αρνητικά από αυτήν έχει αυξηθεί ραγδαία. Αντιλαµβάνονται επίσης ότι υπάρχει διογκούµενη αγανάκτηση που στρέφεται εναντίον αυτών στην κορυφή.
Για ανθρώπους στα χαµηλότερα οικονοµικά στρώµατα, η ανάκαµψη ήδη φαίνεται να πνέει τα λοίσθια. Κάποιοι ειδικοί φοβούνται ότι η αµερικανική οικονοµία θα µπορούσε να παραµείνει ασθενής για πολλά ακόµη χρόνια. Και παρά τα πολυπληθή προγράµµατα κυβερνητικής βοήθειας, η µικρή ποσότητα ελπίδας που δηµιουργούν δεν έχει ακόµη γίνει αισθητή στο κοινό. Τουναντίον: για πολύ κόσµο τα πράγµατα ακόµη ακολουθούν δραµατικά καθοδική πορεία.
Σύµφωνα µε µία πρόσφατη δηµοσκόπηση, το 70% των αµερικανών πιστεύουν ότι η συρρίκνωση της οικονοµίας είναι ακόµη εν εξελίξει. Και αυτήν τη φορά δεν είναι µόνο οι φτωχοί που χτυπήθηκαν ιδιαίτερα σκληρά, όπως συµβαίνει συνήθως κατά τη διάρκεια οικονοµικής συρρίκνωσης.
Αυτή τη φορά, η συρρίκνωση επηρεάζει και ανθρώπους με υψηλή μόρφωση, που µέχρι τώρα έβγαζαν επαρκώς τα προς το ζην. Αυτοί οι άνθρωποι, που θεωρούν εαυτούς ως στέρεο κοµµάτι της µεσαίας τάξης, τώρα αισθάνονται να απειλούνται περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία της χώρας. Τέσσερις στους 10 αµερικανούς που θεωρούν εαυτόν µέλος αυτής της τάξης πιστεύουν ότι θα είναι ανίκανοι να διατηρήσουν την κοινωνική τους θέση.
Η ανεργία επιµένει
Σε πρόσφατο κεντρικό άρθρο με τίτλο “Αντίο, µεσαία τάξη” η New York Post παρουσίασε στους αναγνώστες της «25 στατιστικά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η µεσαία τάξη εξαλείφεται συστηµατικά στην Αµερική». Την περασµένη βδοµάδα, η κορυφαία ιντερντετική αρθρογράφος Arianna Huffington (The Huffington Post) προειδοποίησε σχεδόν αποκαλυπτικά ότι «η Αµερική κινδυνεύει να γίνει τριτοκοσµική χώρα».
Στην πραγµατικότητα, οι ΗΠΑ, στον απόηχο µίας κτηµατοµεσιτικής, χρηµατοπιστωτικής, οικονοµικής και πιο πρόσφατα μιας κρίσης χρέους, την οποία ακόµη δεν ξεπέρασαν, απειλούνται από µία κοινωνική εποχή παγετώνων µεγαλύτερης σοβαρότητας από οτιδήποτε άλλο µετά το Κραχ.
Οι ΗΠΑ αντιµετωπίζουν το πρόβληµα της µακροπρόθεσµης ανεργίας για πρώτη φορά µετά τον δεύτερο παγκόσµιο πόλεµο. Ο αριθµός των µακροπρόθεσµα ανέργων είναι ήδη 3 φορές ψηλότερος από οποιαδήποτε άλλη εποχή κρίσης στο παρελθόν, και ακόµη ανεβαίνει.
Περισσότερο από ένα χρόνο µετά το επίσηµο τέλος της οικονοµικής συρρίκνωσης, το συνολικό ποσοστό ανεργίας επιµένει να βρίσκεται σταθερά πάνω από το 9,5%. Αυτό, όµως, είναι µόνο το επίσηµο ποσοστό. Αναθεωρούµενο ώστε να συµπεριλάβει ανθρώπους που ήδη εγκατέλειψαν την προσπάθεια να βρουν δουλειά ή αυτούς που µετά βίας τα βγάζουν πέρα µε τα λίγες εκατοντάδες δολάρια που κερδίζουν µε µερική απασχόληση και µε το να ξοδεύουν τις οικονοµίες τους, το πραγµατικό ποσοστό ανεργίας εκτινάσσεται σε πάνω από 17%.
Στην τελευταία του ετήσια έκθεση, το αµερικανικό Υπουργείο Γεωργίας σηµειώνει ότι η “διατροφική ανασφάλεια” αυξάνεται και ότι, κάποια στιγµή τον τελευταίο χρόνο, 50 εκατοµµύρια αµερικανοί δεν µπορούσαν να αγοράσουν αρκετό φαγητό ώστε να παραµείνουν υγιείς. Ένας στους οκτώ αµερικανούς ενήλικες και ένα στα τέσσερα παιδιά επιβιώνουν τώρα πια χάρη στο κυβερνητικό πρόγραµµα κουπονιών διατροφής. Αυτοί οι αριθµοί είναι απλά απίστευτοι όταν αναφέρονται στο πλουσιότερο έθνος του κόσµου.
Ακόµη πιο ανησυχυτικό είναι το ότι η Αµερική, που πάντα χαρακτηριζόταν από την ακλόνητη πίστη της στο Αµερικάνικο Όνειρο και την πεποίθησή της ότι ο καθένας -ακόµη και αυτοί στον απόλυτο πάτο- µπορεί να αναρριχηθεί στην κορυφή, αρχίζει να χάνει τη διάσηµη αισιοδοξία της. Σύµφωνα µε πρόσφατα στοιχεία, µία σηµαντική µειοψηφία των αµερικανών πιστεύουν πια πως τα παιδιά τους θα περάσουν χειρότερα από ό,τι οι ίδιοι.
Πολλοί αμερικανοί συνειδητοποιούν σιγά-σιγά ότι το Αµερικάνικο Όνειρο αποδείχθηκε περισσότερο εφιάλτης για τους ίδιους. Αντιµετωπίζουν µία πικρή πραγµατικότητα µε ολοένα και λιγότερες δουλειές, δεκαετίες λιµνασµένων µισθών και δραµατικές αυξήσεις στις ανισότητες. Μόνο τους τελευταίους µήνες, και ενώ η οικονοµία αναπτύχθηκε αλλά οι δουλειές δεν επαναδηµιουργήθηκαν, ενώ τα κέρδη επέστρεψαν αλλά οι δείκτες φτώχειας ανέβαιναν βδοµάδα τη βδοµάδα, η χώρα φαίνεται να έχει αναγνωρίσει ότι παλεύει µε µια βαθιά θρονιασµένη δοµική κρίση που φούσκωνε για χρόνια. Όπως γράφει η Washington Post, η χρηµατοπιστωτική κρίση ήταν απλά η τελευταία στροφή – προς το χειρότερο.
Πού πήγαν τόσα λεφτά;
Η έκρηξη των δεικτών του χρηµατιστήριου και του κτηµατοµεσιτικού τοµέα, όπως και το ξέφρενο δανειοληπτικό όργιο της χώρας και ο ευρύς καταναλωτισµός, απέκρυψαν επί µακρόν το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αµερικανών δεν αποκόµισε πρακτικά κανένα όφελος από 30 χρόνια οικονοµικής ανάπτυξης. Το 1978, το µέσο κατά κεφαλή εισόδηµα για τους άντρες στις ΗΠΑ ήταν 45,879 δολάρια (περίπου 35,570€). Το 2007, και µετά την τιµαριθµική αναπροσαρµογή, το εισόδηµα αυτό ήταν 45,113 δολάρια (35,051€).
Πού πήγαν όλα τα λεφτά; Πού πήγαν τα τεράστια κέρδη της αγοράς και τα εταιρικά κέρδη, όσα κερδήθηκαν από την έκρηξη στις χρηµατοπιστωτικές αγορές και η αύξηση κατά 110% στο ΑΕΠ τα τελευταία 30 χρόνια; Πήγαν σε όσους είχαν πάντα περισσότερα από όσα χρειάζονταν.
Ενώ το 90% των αµερικανών έχουν δει µόνο µικρές αυξήσεις στα εισοδήµατα τους από το 1973, τα εισοδήµατα αυτών στα ανώτατα κλιµάκια σχεδόν τριπλασιάστηκαν. Το 1979, το ένα τρίτο των κερδών που παρήγαγε η χώρα πήγαινε στο πλουσιότερο 1% της αµερικάνικης κοινωνίας. Σήµερα, αυτό συµβαίνει σχεδόν µε το 60%. Το 1950, ο µέσος εταιρικός CEO κέρδιζε 30 φορές περισσότερα από έναν απλό εργάτη. Σήµερα, κερδίζει 300 φορές περισσότερα. Το 1% των αµερικανών κατέχουν το 37% του συνολικού εθνικού πλούτου.
Οι εισοδηµατικές ανισότητες στις ΗΠΑ είναι µεγαλύτερες σήµερα από τη δεκαετία του ’20, µε τη διαφορά ότι µέχρι πρότινος κανείς δε διαµαρτυρόταν.
Λίγες οι προοπτικές για το Αµερικάνικο Όνειρο
Στην Αµερική, η ελεύθερη αγορά βασιλεύει και το φταίξιµο για τα χαµηλά εισοδήµατα κάποιων αποδίδεται στους ίδιους. Όσοι κερδίζουν πολλά λεφτά χειροκροτούνται – και γίνονται παραδείγµατα προς µίµηση. Το µόνο πρόβληµα είναι ότι οι αµερικανοί έχουν επι µακρόν παραβλέψει το γεγονός ότι το Αµερικάνικο Όνειρο γινόταν πραγµατικότητα για ολοένα και λιγότερους ανθρώπους.
Με βάση τα στατιστικά στοιχεία, οι λιγότερο πλούσιοι αµερικανοί έχουν 4% πιθανότητα να ενταχθούν στην ανώτερη µεσαία τάξη -χαµηλότερο ποσοστό από σχεδον κάθε άλλο αναπτυγµένο κράτος.
Μέχρι τώρα, οι πολιτικοί απέτυχαν να βρουν λύσεις για τη διογκούµενη κοινωνική κρίση. Η Ουάσιγκτον ακόμη περιµένει µια ανάκαµψη στην αγορά εργασίας που όμως δεν έρχεται. Ο πρόεδρος Barack Obama και η κυβέρνησή του φαίνεται να ποντάρουν στην ιδέα ότι, εν τέλει, οι αµερικανοί θα σωθούν µε το να πιαστούν από τα µαλλιά τους -κατά προτίµηση κάνοντας ό,τι έκαναν πάντα: ξοδεύοντας χρήµατα. Η εγχώρια κατανάλωση αντιστοιχεί στα δύο τρίτα της εγχώριας οικονοµικής δραστηριότητας.
Αλλά ενώ ο πρόεδρος του Οµοσπονδιακού Αποθεµατικού Ταµείου, Ben Bernanke, συνεχίζει να ρίχνει χρήµατα στην αγορά, ακόμα και αν το έλλειµµα έχει φτάσει στο δυσθεώρητο ύψος των 1,4 τρισεκατοµµυρίων δολλαρίων, αυτές οι προσπάθειες παραµένουν αναποτελεσµατικές.
«Τα φώτα σβήνουν σε όλη την Αµερική», έγραψε ο νοµπελίστας οικονοµικών Paul Krugman αρχές του Αυγούστου, για να περιγράψει στην συνέχεια κοινότητες που δεν µπορούσαν πια να συντηρήσουν τους δρόµους τους.
Το πρόβληµα είναι ότι πολλοί αµερικανοί δεν µπορούν πια να ξοδέψουν χρήµατα σε καναταλωτικά αγαθά, γιατί δεν έχουν αποταµιεύσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις, τα σπίτια τους έχασαν τη µισή τους αξία. Δεν µπορούν πια να πάρουν δάνεια µε χαµηλά επιτόκια. Βγάζουν λιγότερα χρήµατα από πριν ή είναι άνεργοι. Αυτό, µε την σειρά του, µειώνει ή εξαλείφει την ικανότητα τους να πληρώσουν φόρους.
Σβήνοντας τα φώτα
Σαν αποτέλεσµα, πολλές πολιτειακές και τοπικές αρχές αντιµετωπίζουν τεράστια ελλείµµατα. Στη Χαβάη, για παράδειγµα, τα σχολεία κλείνουν κάποιες Παρασκευές ώστε να αποταµιεύσει λεφτά η πολιτεία. Μία κοµητεία στην Georgia διέκοψε τα δροµολόγια όλων των δηµοσίων αστικών λεοφωρείων. Το Κολοράντο Σπρίνγκς, µία πόλη 380.000 ανθρώπων, κρατάει κλειστό το ένα τρίτο των λαµπτήρων δρόµου για να µειώσει τα έξοδα ηλεκτρικού.
Στον απόηχο της χρηµατοπιστωτικής κρίσης, υπάρχουν πολλές ανακολουθίες στην Αµερική. Από τη µία, το Οµοσπονδιακό Αποθεµατικό Ταµείο τυπώνει συνεχώς χρήµα, και η κυβέρνηση ξόδεψε 182 δισεκατοµµύρια για να διασώσει µία και µόνη εταιρεία, την γιγαντιαία ασφαλιστική AIG. Από την άλλη, τα φώτα όντως σβήνουν σε κάποιες περιοχές, επειδή η Ουάσιγκτον δεν είναι διατεθειµένη να βοηθήσει οικονοµικά τις τοπικές αρχές, προβάλλοντας ως λόγο την ανάγκη να µειωθούν τα έξοδα. «Η Αµερική βρίσκεται πια στον αφώτιστο, κακοτράχαλο δρόµο προς το πουθενά», προειδοποιεί ο οικονοµολόγος Krugman.
Η Chanelle Sabedra έχει πάρει ήδη αυτό τον δρόµο. Ο σύζυγός της και η ίδια κοιµούνται στο αµάξι τους σχεδόν εδώ και τρεις βδοµάδες. «Δεν το φανταστήκαµε αυτό, ποτέ των ποτών», λέει η Sabedra. Την πιάνουν τα κλάµατα. «Είµαι ενήλικη, µπορώ να φροντίσω τον εαυτό µου µε τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και το ίδιο ισχύει για τον σύζυγό µου, αλλά (τα παιδιά µου) είναι πολύ µικρά για να περνούν τέτοιες καταστάσεις». Έχει τρία παιδιά – εννέα, πέντε και τεσσάρων χρόνων.
«Είχαµε ένα σπίτι πιο νότια, στο Σαν Μπερναρντίνο», λέει η Sabedra. Ο σύζυγός της έχασε τη δουλειά του ως χτίστης προκατασκευασµένων κατοικιών τον Ιούλιο του 2009. Ο παροχέας φυσικού αερίου διέκοψε την παροχή. «Βράζαµε νερό στα κάρβουνα για να µπανιαρίσουµε τα παιδιά µας», λέει. Αδυνατώντας πια να πληρώσουν το νοίκι, η οικογένεια Sabedra υπέστη έξωση τον Αύγουστο.
Φίλοι και συγγενείς είχαν ελάχιστα µέσα για να τους βοηθήσουν. Τώρα ζουν σε ένα δωµάτιο για άστεγους του Στρατού Σωτηρίας στο κέντρο της Βεντούρα, που το διαχειρίζεται ο Finley.
Η απότοµη βουτιά στην απώλεια στέγης είναι δύσκολο να κατανοηθεί ως κατάσταση, δοθεισών των εικόνων της Αµερικής που είµαστε συνηθισµένοι να βλέπουµε σε τηλεοπτικές σειρές και ταινίες. Απεικονίζουν πάντοτε σπίτια µε καλοδιατηρηµένες αυλές και διθέσια γκαράζ µε μπασκέτα στην είσοδο. Αυτή η Αµερική υπάρχει ακόµη, αλλά συρρικνώνεται. Και συχνά όσοι ακόµη κρατούν την ψευδαίσθηση ζωντανή, με δυσκολία βρίσκουν τα χρήματα για να το καταφέρουν.
Οι αµερικανοί αντιπαλεύουν το αυξανόµενο κόστος ζωής εδώ και 20 χρόνια. Στην αρχή της δεκαετίας, µία οικογένεια πλήρωνε ήδη τα διπλά για την ιατροφαρµακευτική περίθαλψη και τις υποθήκες της, σε σχέση με την προηγούµενη γενιά.
«Για να τα καταφέρουν, εκατοµµύρια οικογένειες έστειλαν και τον δεύτερο γονιό να δουλέψει», λέει η καθηγήτρια του Harvard Elizabeth Warren, την οποία ο πρόεδρος Obama διόρισε πρόεδρο της επιτροπής του Κογκρέσου που επιβλέπει το κυβερνητικό πρόγραµµα διάσωσης των τραπεζών. Σύµφωνα µε την ίδια, η µέση οικογένεια έχει ξοδέψει ολοκληρωτικά το εισόδηµά της όσο και τις οικονοµίες της «για να µείνει µε το κεφάλι έξω από το νερό για λίγο ακόµη».
Περιδινούµενο χρέος
Καθώς δεν είχαν αποταµιεύσεις, οι αµερικανοί κατέφυγαν στο δανεισµό για να καλύψουν τα υπόλοιπα έξοδά τους, συµπεριλαµβανοµένων της εκπαίδευσης, της περίθαλψης και της κατανάλωσης. Το καταναλωτικό έλλειµµα των αµερικάνων έχει φτάσει πια τα 13,5 τρισεκατοµµύρια δολάρια.
Πολλοί αντιµετωπίζουν μια ασφυκτική κατάσταση κάτω από το φορτίο του χρέους τους. Περίπου το 61% των αµερικανών δεν έχουν κανένα αποθεµατικό και ξοδεύουν κάθε µήνα όλο το µισθό τους. Ακόµη και κάτι τόσο µικρό όσο ένα και µοναδικό ιατρικό έξοδο έχει τη δυνατότητα να τους καταστρέψει οικονοµικά.
Ο σύζυγος της Chanelle Sabedra βρήκε άλλη δουλειά, αυτήν τη φορά σαν εργάτης σε αποθήκη εταιρίας που φτιάχνει τουρµπίνες για αεροσκάφη. Αλλά δεν κερδίζει αρκετά για να βγάλει την οικογένειά του από την στέγη άστεγων. «Δεν έχω βρει ακόµη καινούργια δουλειά», λέει η Sabedra. Η δουλειά του συζύγου της δεν αποφέρει αρκετά, και το ζευγάρι έχει ενταχθεί πια στις διογκούµενες τάξεις των εργαζόµενων φτωχών, για τους οποίους ακόµη και δύο χαµηλόµισθες δουλειές δεν επαρκούν για να θρέψουν τις οικογένειές τους. «Χρειαζόµαστε τον δεύτερο µισθό», αναφέρει η Sabedra. «Για το µωρό και µόνο χρειαζόμαστε 600 δολάρια/µήνα για ηµι-παραµονή σε βρεφονηπιακό σταθµό».
Στην Αµερική πριν την ύφεση, η ίδια και ο σύζυγός της θα είχαν δύο δουλειές ο καθένας για να τα βγάλουν πέρα. Θα ήταν ταµίες στο Wal-Mart κατά τη διάρκεια της ηµέρας, ψήστες στο McDonald’s νωρίς το βράδυ και ίσως και να περνούσαν τη µισή νύχτα δουλεύοντας ως νυχτοφύλακες ή καθαρίζοντας κτίρια. Όλες αυτές οι δουλειές είναι χαµηλόµισθες και µετά βίας µπορούν να ονοµαστούν καριέρες, αλλά το συνολικό εισόδηµα είναι συνήθως αρκετό για να κρατήσει µία οικογένεια µε το κεφάλι έξω από το νερό. Στην Αµερική πριν την ύφεση, η ζωή της Chanelle Sabedra δεν ήταν πολυτελής, αλλά ήταν εφικτή εάν ήταν διατεθειµένοι να δουλέψουν αρκετά σκληρά και να θυσιάσουν αρκετό µέρος των ζωών τους για να µη βουλιάξουν.
Τι είδους δουλειά ψάχνει τώρα; «Αυτή την στιγµή, για οτιδήποτε. Ψάχνω κυρίως για θέσεις πωλήτριας ή ακόµη και οτιδήποτε για να ξεκινήσω. Αλλά απλά δεν υπάρχει τίποτα», λέει η Sabedra.
Άρθρο του Thomas Schulz στο Der Spiegel
Σχόλια