Ο μύθος της Ελλάδας - Ο μύθος της Νεμέας


Ο Οδυσσέας κατάφερε να βγάλει τους συντρόφους του από τη σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου, χάρη στο κρασί που είχαν πάρει μαζί τους από τη χώρα των Κικόνων, μια πόλη που λεηλάτησαν και τιμωρήθηκαν γι’ αυτό από τον Δία.

Λίγο αργότερα, όταν ο Οδυσσέας θα φτάσει στην άκρη του κόσμου, στην πύλη του Άδη, καλεί προσφέροντας κρασί, πρώτα τον μάντη Τειρεσία για να του πει τα μελλούμενα και ύστερα τη μητέρα του για να του πει τι γίνεται στο σπίτι του.

Τι σημαίνουν όλα αυτά; Πολύ απλά, ότι το κρασί δεν είναι απλώς ένα από τα ωραιότερα προϊόντα που παράγει ο άνθρωπος αξιοποιώντας τους καρπούς της φύσης. Είναι πανάρχαιο σύμβολο πολιτισμού και ιστορίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα διαθέτει γηγενείς ποικιλίες κρασιού με ιστορία αιώνων, ενώ είναι -σε σχέση με τον πληθυσμό της- μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς κρασιών στον κόσμο.

Αν και εδώ και μια δεκαετία η παγκόσμια αγορά υποκλίνεται στα κρασιά των αποκαλούμενων «Νέων Χωρών» (Χιλή, Αργεντινή, Νότια Αφρική, Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία), η χώρα μας διαθέτει οινική κουλτούρα και το αποδεικνύει από τα πολλά βραβεία που αποσπούν οι ελληνικές ετικέτες σε διεθνείς εκθέσεις.

Οι Έλληνες παραγωγοί υποστηρίζουν ότι τα ελληνικά κρασιά έχουν διαφορά χαρακτήρα, νοοτροπίας και ιδέας. Η Ευρώπη, αντιπροσωπεύει αυτό που διεθνώς αποκαλείται «old world, new wine», διότι αν και με παλιές ποικιλίες, προσφέρει τις νέες ιδέες και τις νέες γεύσεις στο κρασί.
Στο πλαίσιο αυτό η Ελλάδα συμμετέχει στο παγκόσμιο γίγνεσθαι του κρασιού, κατέχουσα τη δέκατη τρίτη θέση στην παραγωγή κρασιού παγκοσμίως. Την ίδια ώρα, ο Έλληνας καταναλωτής τηρεί τις αποστάσεις του.
Καταρχάς ξοδεύει λίγα. Σύμφωνα με έρευνα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, οι Έλληνες διαθέτουν κατά μέσο όρο λίγο περισσότερο από 4 ευρώ το μήνα για αγορά κρασιού, μόλις το ένα τρίτο των συνολικών δαπανών τους για οινοπνευματώδη.

Αντιστοίχως χαμηλή είναι η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση κρασιού. Η Trade Data & Analysis τα υπολογίζει σε 23 λίτρα το χρόνο, ενώ η Hellastat σε 35. Η διαφορά προκύπτει από το γεγονός ότι σε ορισμένες διεθνείς έρευνες, όπως η πρώτη, παραγνωρίζεται το γεγονός ότι στην Ελλάδα «ζει και βασιλεύει» ακόμα το χύμα κρασί, αυτό που παράγουν και πωλούν μη επώνυμοι οινοποιοί ή αυτό που φτιάχνουν και καταναλώνουν στην οικία τους ιδιώτες.
Όπως και να έχει, δεν πίνουμε πολύ κρασί. Χώρες όπως η Γαλλία και η Ισπανία καταναλώνουν πάνω από 50λίτρα ετησίως.

Πρόσφατα η GPO πραγματοποίησε έρευνα για λογαριασμό του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.
Από εκεί προέκυψε ότι φίλοι τού κρασιού είναι περισσότερο οι άνδρες και μάλιστα οι μεγαλύτερων ηλικιών, οι οποίοι ζουν κυρίως στην περιφέρεια, με την Πελοπόννησο να έρχεται πρώτη.
Η έρευνα καταδεικνύει ότι η κατανάλωση κρασιού, μεταξύ αυτών που δηλώνουν ότι πίνουν οινοπνευματώδη, αυξάνεται όσο μεγαλώνει η ηλικία -το ποσοστό μάλιστα φτάνει στο 92% για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και πάνω- ενώ μειώνεται στο μόλις 32,5% για τα άτομα ηλικίας 18-24 ετών.

Θετικό συμπέρασμα της έρευνας, αφήνοντας περιθώρια για ανάπτυξη της αγοράς κρασιού στο μέλλον, είναι το γεγονός ότι σχεδόν το 70% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι «στην περίπτωση που έβρισκε ατομική τυποποιημένη συσκευασία στους χώρους διασκέδασης, είναι διατεθειμένο να αντικαταστήσει τα άλλα οινοπνευματώδη ποτά με κρασί».
Πιο θετικοί σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο εμφανίζονται οι γυναίκες (73%) και τα άτομα ηλικίας 18 - 44 ετών.

Όσον αφορά τις προτιμήσεις, οι Έλληνες αποδεικνύονται και εδώ τοπικιστές. Η προτίμηση προς τα ελληνικά προϊόντα είναι συντριπτική -ανέρχεται σε ποσοστό 95%- κι αυτό συμβαίνει διότι, σύμφωνα με την έρευνα της GPO, οι Έλληνες αναγνωρίζουν στο εγχώριο κρασί καλύτερη ποιότητα (το 41%) και γεύση (το 31%).

Στην ερώτηση «Πόσο συχνά συνοδεύετε το φαγητό σας με κρασί», το 31% του ελληνικού πληθυσμού απαντάει ότι πίνει κρασί κάθε μέρα, ενώ το 35% δηλώνει ότι συνοδεύει το φαγητό του με κρασί μερικές φορές. Αυτό σημαίνει ότι έξι στους δέκα Έλληνες πίνουν κρασί με το φαγητό τους, μια συνήθεια που φαίνεται ότι διαρκεί στον χρόνο.

Οι περισσότεροι μάλιστα (55%) πίνουν κόκκινο, λιγότεροι (32%) λευκό, ενώ μικρότερο -εντούτοις διαρκώς αυξανόμενο- είναι το ποσοστό αυτών που πίνουν ροζέ. Κόκκινο κρασί πίνουν κυρίως οι Βορειοελλαδίτες, περισσότερο λευκό οι Πελοποννήσιοι.
Περισσότεροι από τους μισούς Έλληνες (53%) δηλώνουν ότι προτιμούν το εμφιαλωμένο κρασί, περίπου ένας στους τέσσερις Έλληνες δηλώνει ότι πίνει χύμα, ενώ μεγάλο είναι το ποσοστό εκείνων που πίνουν εμφιαλωμένο και χύμα κατά περίπτωση.

Ας σημειωθεί ότι όσο μικραίνουν οι ηλικίες τόσο αυξάνει η κατανάλωση εμφιαλωμένου κρασιού. Οι Έλληνες πίνουν κρασί και για την επιλογή του συνδυάζουν πια πολλούς παράγοντες. Το χρώμα είναι το σημαντικότερο στοιχείο επιλογής για το 27% του κοινού, ο παραγωγός του κρασιού είναι σημαντικότερος για το 25%, ενώ για το 25% κύριο ρόλο παίζει ο τύπος και τέλος για το 17% η ποικιλία, υπάρχει όμως ένα ολοένα αυξανόμενο κομμάτι καταναλωτών οι οποίοι μαθαίνοντας και πίνοντας συνεκτιμούν όλα τα παραπάνω και καταναλώνουν ανάλογα.



Οι αμπελώνες της Νεμέας
Η Νεμέα ταυτίζεται με τον αρχαίο Φλιούντα, όπου παραγόταν ο Φλιάσιος Οίνος, το «βασιλικό κρασί» που εικάζεται ότι έπινε ο Αγαμέμνονας στα Ανάκτορα των Μυκηνών.
Οι αμπελώνες του Φλιούντα επέζησαν της οθωμανικής κατοχής, ενώ η πόλη καταστράφηκε περίπου το 1460. Το 1820 όμως ανακαλύπτουμε σε γραπτά ξένων περιηγητών τον Aγιο Γεώργιο, χωριό σε μικρή απόσταση από την αρχαία πόλη, που κρατάει στα χέρια του την οινοπαραγωγή της περιοχής. Να, λοιπόν, πώς προέκυψε το όνομα «Αγιωργίτικο» για μία από τις πιο γνωστές, πολύμορφες και «εύπλαστες» ελληνικές κόκκινες ποικιλίες.

Η μεγαλύτερη ενιαία αμπελοοινική ζώνη των Βαλκανίων, Νεμέα με τα  30.000 στρέμματα αμπελιών και τα 30 οινοποιεία
Η ποικιλία «Αγιωργίτικο», μια από τις πιο πλούσιες σε χρώμα ελληνικές ποικιλίες, στο «φυσικό» της περιβάλλον, την περιοχή της Νεμέας, όπου ο μύθος συναντάει την ιστορία και η παράδοση τις «ανακαλύψεις» των ανήσυχων οινοποιών.
Ο οινοποιός  Γιώργος Παλυβός  μιλάει με πάθος για το κρασί: «Το κρασί είναι πολιτισμός και δημιουργία. Ο κόσμος ψάχνει τις ρίζες του και δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να γνωρίσει τον πολιτισμό του και τον ίδιο του τον εαυτό από το κρασί. Το να ξέρεις που, πότε και πως παράγεται το κρασί που πίνεις, πως το συντηρείς, πότε και πως να το ανοίξεις, πως το πίνεις και με τι το συνοδεύεις, είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι στον πολιτισμό και την ιστορία», προσθέτει με περηφάνια.

Το Αγιωργίτικο είναι μια από τις σημαντικότερες, γηγενείς ερυθρές ποικιλίες της Ευρώπης. Το ξινόμαυρο είναι το πινό νουάρ της Ελλάδας,  το ασύρτικο είναι μία από τις πέντε καλύτερες λευκές ποικιλίες του κόσμου.

Τα  150 καλά οινοποιεία της χώρας αντιπροσωπεύουν μόλις το 30% της εγχώριας κατανάλωσης. «Η μεγάλη μάζα του κρασιού που πίνουμε στην Ελλάδα είναι κρασί του μέσου όρου. Την ίδια στιγμή τα (καλά) κρασιά μας σαρώνουν τα βραβεία παγκοσμίως», συμπληρώνει ο ίδιος.

Ο Πανίκος Λαντίδης, ένας από τους σημαντικότερους παραγωγούς της περιοχής, αν και Κύπριος. «Αυτό που κυριαρχεί σήμερα στην ελληνική αγορά είναι ένα πλαστικό κρασί, από πολύ δεύτερα σταφύλια που κοστίζει σε αυτούς που το παράγουν περίπου 30 λεπτά το κιλό. Έχουμε φτάσει στο σημείο να βρίσκουμε στις ταβέρνες μηχανήματα που πατάς κουμπί και βγάζουν ένα άγευστο κρασί» διατείνεται.
ο Π. Λαντίδης επικρίνει ακόμα τις μεγάλες διαφορές στις τιμές του ελληνικού κρασιού και συγκεκριμένα για το «καπέλο» των εστιατορίων. «Δυστυχώς, κάποιοι μετέτρεψαν το κρασί από καθημερινότητα του Έλληνα, σε είδος πολυτελείας, κάτι σαν το χαβιάρι. Ορισμένα εστιατόρια αγοράζουν τη φιάλη στα 4 και 5 ευρώ από τον παραγωγό και το πουλάνε 30 και 40 ευρώ στον πελάτη. Έτσι, το κρασί απέκτησε μυθικές διαστάσεις όσον αφορά στην αξία του κι ο καταναλωτής μπερδεύεται και αποθαρρύνεται», καταλήγει ο πεπειραμένος παραγωγός.
επιμέλεια κειμένου
Παπαντωνίου Ντίνος


Σχόλια